Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ
436 εγγραφές [401 - 410]
ψωλή η [psolí] Ο29 : (χυδ.) το πέος. ψωλάρα η MΕΓΕΘ.

[αρχ. ψωλή `γυμνή βάλανος του πέους΄· ψωλ(ή) -άρα]

ψωμάδικο το [psomáδiko] Ο41 : (προφ.) το κατάστημα που παρασκευά ζει ή και πουλά ψωμί· αρτοποιείο, φούρνος.

[ψωμ(ί) -άδικο]

ψωμάς ο [psomás] Ο1 : (προφ.) επαγγελματίας που παρασκευάζει ή και πουλά ψωμί· αρτοποιός, φούρναρης.

[ψωμ(ί) -άς]

ψωμί το [psomí] Ο43 : 1.παρασκεύασμα από αλεύρι ζυμωμένο με νερό, αλάτι και προζύμι, που πλάθεται σε ορισμένα σχήματα και μεγέθη, και που αποτελεί βασικό είδος της καθημερινής διατροφής· άρτος: Σιταρένιο / σιμιγδαλένιο ~. Άσπρο / μαύρο / ημίλευκο ~. Xωριάτικο / χειροποίητο / ζυμωτό* ~. Φρέσκο / ζεστό / ξερό / μπαγιάτικο ~. Ένα καρβέλι / μια φραντζόλα / μια φέτα ~. Άζυμο ~, χωρίς προζύμι. Mαχαίρι του ψωμιού, ειδικό για να κόβει ψωμί. ΦΡ δεν έχει ~ να φάει, βρίσκεται σε κατά σταση έσχατης ένδειας, είναι πάμφτωχος. φάγαμε ~ κι αλάτι*. …και ξε ρό* ~. βούτυρο* στο ~ κάποιου. λέω το ~ ψωμάκι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, στερούμαι τα προς το ζην. τέλειωσαν / είναι μετρημένα / είναι λίγα / (τα) έφαγε τα ψωμιά του: α. για πράγμα το οποίο, εξαιτίας της πολλής χρήσης του, έχει αχρηστευθεί ή θα αχρηστευθεί σε λίγο. β. για πρόσωπο που έχει γεράσει και βρίσκεται κοντά στο τέλος του βίου. ΠAΡ Ο λόγος σου με χόρτασε* και το ~ σου φα το. 2. (γεν.) τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Aγωνίζονται για το ~ και για το μέλλον των παιδιών τους. «~, παιδεία, ελευθερία»· αυτό ήταν το σύνθημα της εξέγερ σης του Πολυτεχνείου. Οι αγώνες της εργατικής τάξης για ~ και ελευθερία. (έκφρ.) χάνω το ~ μου, απολύομαι από την εργασία μου. βγάζω / κερδίζω το ~ μου, εξασφαλίζω (με την εργασία μου) τα απαραίτητα για τη ζωή μου. τρώω το ~ κάποιου, του στερώ πόρους ζωής για δικό μου όφελος. για ένα κομμάτι ~, πάρα πολύ φτηνά: Πούλησε το σπίτι του για ένα κομμάτι ~. (τρώω) πικρό* ~. δε φάγαμε γλυκό* ~. 3. (προφ., μτφ.) κέρδος, όφελος: Έχει ~ η δουλειά. ψωμάκι το YΠΟKΟΡ α. (συναισθ.) ψωμί. ΦΡ λέω το ψωμί* ~. β. μικρό σε μέγεθος ψωμί: Ψωμάκια για σάντουιτς. γ. (προφ., πληθ.) εξωτερικά εμφανής συσσώρευση λίπους στους γλουτούς των γυναικών: Tα ΄χει τα ψωμάκια της.

[μσν. ψωμί (στη νέα σημ.) < ελνστ. ψωμίον υποκορ. του αρχ. ψωμός ὁ `μπουκιά΄ (ελνστ. σημ.: `μπουκιά ψωμί΄)]

ψωμιέρα η [psomnéra] Ο25α : α.ειδική θήκη όπου φυλάγεται το ψωμί για να μην ξεραίνεται. β. καλαθάκι ειδικό για το σερβίρισμα του ψωμιού.

[ψωμ(ί) -ιέρα]

ψωμο- [psomo] & ψωμό- [psomó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ουσιαστικό ψωμί: ~τύρι· ~φαγάς. || για ένδειξη υπερβολικής ένδειας: ~ζητώ, ~ζώ, ψωμόλυσσα.

[μσν. ψωμο- θ. του ουσ. ψωμ(ί) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ψωμο-ζητώ (πρβ. αρχ. ψωμο-κόλαξ `κόλακας για μια μπουκιά΄)]

ψωμοζήτης ο [psomozítis] Ο10 : α.(λαϊκότρ.) αυτός που ζητιανεύει την καθημερινή του τροφή· φτωχός ζητιάνος, ζήτουλας. β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να εκλιπαρεί για οποιοδήποτε ελαχιστότατο βοήθημα, χωρίς ίχνος αυτοσεβασμού και με τρόπο φορτικό, σαν ζητιάνος.

[μσν. ψωμοζήτης < ψωμοζητ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)]

ψωμοζητώ [psomozitó] & -άω Ρ10.1α : ζητιανεύω για την καθημερινή μου τροφή: Άπλωνε φοβισμένα το χέρι του στους διαβάτες ψωμοζητώντας.

[μσν. ψωμοζητώ < ψωμο- + ζητώ]

ψωμοζώ [psomozó] Ρ10.9α : μόλις που καταφέρνω να εξοικονομώ την καθημερινή μου τροφή: Ψωμοζούν με δύο τρία μεροκάματα τη βδομάδα.

[ψωμο- + ζω]

ψωμόλυσσα η [psomólisa] Ο27α : (λαϊκ.) α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: Έχω μια ~! β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας.

[ψωμο- + λύσσα]

< Προηγούμενο   1... 39 40 [41] 42 43 44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες