Dictionary of Standard Modern Greek
| 436 items total [231 - 240] | << First < Previous Next > Last >> |
- ψιθυριστός -ή -ό [psiθiristós] Ε1 : που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλό φωνα: Ψιθυριστό τραγούδι.
ψιθυριστά ΕΠIΡΡ με πολύ χαμηλή φωνή, που μόλις ακούγεται, ψιθυρίζοντας: Mην απαντάς, του είπε ~. [ψιθυρισ- (ψιθυρίζω) -τός]
- ψίθυρος ο [psíθiros] Ο19 : 1.ο άναρθρος και κάπως συριστικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος ψιθυρίζει· ψιθύρισμα· (πρβ. μουρμουρητό): Ο δάσκαλός μας δεν ανεχόταν ψιθύρους μέσα στην τάξη. 2. (μτφ., λογοτ.) ελαφρός και ήρεμος ήχος, ευχάριστος στην ακοή: Ο ~ των φύλλων, το θρόισμα. 3. ψευδής πληροφορία που διαδίδεται με τρόπο ανεπίσημο και για να βλάψει μια πολιτική αρχή: Mη δίνετε πίστη στους κακόβουλους ψιθύρους της αντιπολίτευσης.
[λόγ. < αρχ. ψίθυρος]
- ψιλά τα [psilá] Ο38 : κέρματα μικρής αξίας, σε αντιδιαστολή προς τα μεγαλύτερης αξίας χαρτονομίσματα· λιανά. ANT χοντρά· (πρβ. ψιλός5): Δεν έχω ~ για το λεωφορείο. ΦΡ κάνω ~: α. ζητώ να μου ανταλλάξουν νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ7α: Πρέπει να κάνω ~ για το λεωφορείο. β. ανταλλάσσω νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ7β: Kάνε μου ~ το πεντοχίλια ρο. (λαϊκ.) τα κάνω ~, εξηγώ λεπτομερώς: Kάν΄ τα μας τώρα ~ να κατα λάβουμε· ΣYN ΦΡ το / τα κάνω λιανά.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ψιλός]
- ψιλαίνω [psiléno] Ρ7.4α : κάνω κτ. ψιλό ή περισσότερο ψιλό, λεπτό· λεπταίνω: ~ τη φωνή μου.
[ψιλ(ός) -αίνω]
- ψιλή η [psilí] Ο29 : το ένα από τα δύο σημάδια (΄) που γράφονταν επάνω από το αρχικό φωνήεν ή δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Tα πνεύματα, δηλαδή η δασεία και η ~, διατηρούνταν ως πρόσφατα στη νεοελληνική γραφή για λόγους ιστορικούς.
[λόγ. < ελνστ. ψιλή (ενν. προσωδία) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ψιλός `γυμνός, σκέτος, αποψιλωμένος΄]
- ψιλικά τα [psiliká] Ο38 : διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες καθημερινές χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.) που πωλούνται σε ειδικά καταστήματα: Kατάστημα ψιλικών, ψιλικατζίδικο. Aποθήκη ψιλικών. || (ως επίθ.): ~ είδη.
[ψιλ(ός) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ψιλικός `για τους ψιλούς, δηλ. τους ελαφριά οπλισμένους΄)]
- ψιλικατζής ο [psilikadzís] Ο8 θηλ. ψιλικατζού [psilikadzú] Ο37 : α.ο ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, καταστήματος ψιλικών ειδών: Ο ~ της γειτονιάς μας. β. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που επιδιώκει μικρά κέρδη ή που έχει ευτελείς και ασήμαντους στόχους και επιδιώξεις: Οι ψιλικατζήδες της πολιτικής και οι έμποροι της ψευτιάς.
[ψιλικ(ά) -ατζής· ψιλικατζ(ής) -ού]
- ψιλικατζίδικο το [psilikadzíδiko] Ο41 : μικρό κατάστημα που πουλά λιανικώς διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.)· κατάστημα ψιλικών (ειδών): Tο ~ της γειτονιάς.
[ψιλικατζ(ής) -ίδικο]
- ψιλο- [psilo] & ψιλό- [psiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει πολύ λεπτό, με μικρό πάχος αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· λεπτο-. ANT χοντρο-: ψιλόπετσος, ψιλόφλουδος. 2. για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια· λεπτο-. ANT χοντρο-: ~δουλειά· ~δουλεμένος, ~καμωμένος. 3. (σε σύνθετα ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό η ενέργεια που εκφράζει το β' συνθετικό· σιγο-: ~βρέχει, ~μουρμουρίζω, ~τραγουδώ. 4. με υποκοριστική λειτουργία δηλώνει ότι: α. (σε σύνθετα ουσιαστικά) είναι μικρό, ασήμαντο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· μικρο-: ~απορία, ~διόρθωμα, ~ερώτημα, ~ζημιά, ~καβγάς. β. (σε σύνθετα ρήματα) γίνεται, ισχύει σε μικρό βαθμό, λίγο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δουλεύω· ~κρυωμένος. 5. επιτατικά για επανάληψη της ενέργειας του ρήματος του β' συνθετικού: ~εξετάζω, ~ρωτώ. || για συχνή επανάληψη της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως β' συνθετικό με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών κομματιών ή κόκκων: ~κόβω, ~κοπανίζω· ~κομμένος, ~κοπανισμένος.
[θ. του επιθ. ψιλ(ός) -ο-]
- ψιλοαλεσμένος -η -ο [psiloalezménos] & ψιλαλεσμένος -η -ο [psilalezmé nos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει σε πολύ μικρούς κόκκους: Ψιλοαλεσμένο αλεύρι.
[ψιλο-, ψιλ(ο)- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]



