Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ*
436 εγγραφές [181 - 190]
ψηλολέλεκας ο [psilolélekas] Ο5 : (προφ.) ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός πολύ ψηλού και αδύνατου άντρα· ψηλέας.

[ψηλο- + λέλεκας]

ψηλόλιγνος -η -ο [psilóliγnos] Ε5 : ψηλός και λεπτός, ψηλός και λυγερός: Ψηλόλιγνη κοπέλα. Ψηλόλιγνο, γυμνασμένο κορμί.

[ψηλο- + λιγν(ός) -ος]

ψηλομύτης ο [psilomítis] Ο11 θηλ. ψηλομύτα [psilomíta] Ο25α : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου του οποίου η συμπεριφορά δείχνει έπαρση, υπεροψία· (πρβ. επηρμένος, υπερόπτης, ακατάδεκτος).

[ψηλο- + μύτ(η) -ης· ψηλομύτ(ης) -α]

ψήλος το [psílos] Ο46 : (λαϊκότρ.) ύψος: Ένας φράχτης δύο μπόγια ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ πάει του ψήλου, πετά προς τα πάνω ή ψηλώνει πολύ.

[< ψηλός υποχωρ., αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: λεπρός - λέπρα, καστανός - κάστανο]

ψηλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.που έχει ύψος αρκετό ή μεγάλο σε σχέση με ένα άλλο που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο· (πρβ. υψηλός): α. (για έμψ.) ANT κοντός: ~ άντρας. Ψηλή γυναίκα. Ψηλό παιδί. Ψηλό άλογο. Φαίνεται λίγο ψηλότερος, επειδή είναι πιο αδύνατος. β. (για άψ.) ANT χαμηλός: ~ τοίχος / φράκτης / πύργος. Ψηλό κτίριο / σπίτι / καμπαναριό / δέντρο / κυπαρίσσι / βουνό. Ψηλό τραπέζι / σκαμνί. Ψηλή καρέκλα. Ψη λό καπέλο. Ψηλά τακούνια. ΦΡ τα ψηλά καπέλα*. 2. που βρίσκεται σε σχετικά αρκετό ή μεγάλο ύψος από το έδαφος. ANT χαμηλός: Ψηλό ταβάνι. Tα ψηλά ράφια μιας βιβλιοθήκης. || που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο: Ψηλά αλώνια. H ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*. ψηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Ψηλούτσικο δεντρί. ψηλά* ΕΠIΡΡ.

[μσν. ψηλός (στη νέα σημ.) < αρχ. ὑψηλός `που βρίσκεται ψηλά, μεγαλόπρεπος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ψηλ(ός) -ούτσικος]

ψηλοτάβανος -η -ο [psilotávanos] Ε5 : που έχει ψηλό ταβάνι, οροφή. ANT χαμηλοτάβανος: Ψηλοτάβανο δωμάτιο. Παλιό ψηλοτάβανο σπίτι.

[ψηλο- + ταβάν(ι) -ος]

ψηλοτάκουνος -η -ο [psilotákunos] Ε5 : (για υπόδημα) που έχει ψηλό τακούνι. ANT χαμηλοτάκουνος: Ψηλοτάκουνες γόβες.

[ψηλο- + τακού ν(ι) -ος]

ψήλωμα το [psíloma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του ψηλώνω. 2. (λαϊκότρ.) ύψω μα εδάφους, υψηλή τοποθεσία· ύψωμα.

[μσν. ψήλωμα < ψηλώ(νω) -μα]

ψηλώνω [psilóno] Ρ1α : 1α.αυξάνομαι σε ύψος, γίνομαι ψηλός ή περισσότερο ψηλός: Ψήλωσε ο γιος σου, έγινε πια άντρας. Ψήλωσαν οι λεμονιές / τα στάχυα. β. (μτφ.) αισθάνομαι υπεροχή: Mε τόσους επαίνους αισθάνομαι ξαφνικά να ~. 2. αυξάνω κτ. σε ύψος, του δίνω περισσότερο ύψος· (πρβ. υψώνω): Nα ψηλώσουμε λίγο το φράχτη. || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται ψηλότερος απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην ψηλώνει το κολάν. || (λογοτ.) υψώνομαι: Ψήλωσε ο ήλιος στον ορίζοντα.

[μσν. ψηλώνω < υψηλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το υψηλός > ψηλός < υψηλ(ός) -ώνω]

ψήνω [psíno] -ομαι Ρ αόρ. έψησα, απαρέμφ. ψήσει, παθ. αόρ. ψήθηκα, απαρέμφ. ψηθεί, μππ. ψημένος : 1.κάνω κτ. κατάλληλο για φάγωμα, υποβάλλοντάς το στην επίδραση υψηλής θερμοκρασίας και με ελάχιστο ή καθόλου νερό ή λάδι· (πρβ. βράζω, τηγανίζω, μαγειρεύω): ~ το κρέας στο φούρνο / στα κάρβουνα / στη σούβλα. ~ σε δυνατή / σε χαμηλή φωτιά. ~ ψάρια / κοτόπουλο / πατάτες / πίτα / ψωμί. Ψήνετε τη σπανακόπιτα σε μέτριο φούρνο. Aλείφετε το κρέας με βούτυρο και το αφήνετε να ψηθεί για δύο περίπου ώρες. || (ειδικότ.): ~ καφέ, παρασκευάζω, βράζω, κάνω καφέ. || (σπάν., λαϊκότρ.) μαγειρεύω. ΦΡ ~ σε κπ. το ψάρι στα χείλια, τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω: Tου ΄χει ψήσει το ψάρι στα χείλια. Tης έψησε το ψάρι στα χείλια μέχρι να την παντρευτεί. (δεν τρώγεται) ούτε* ωμός ούτε ψημένος. 2. κάνω ένα υλικό κατάλληλο για ορισμένη χρήση υποβάλλοντάς το στην επίδραση θερμοκρασίας: ~ τούβλα / κεραμίδια, σε ειδικό φούρνο ή στον ήλιο. Ψημένος πηλός. || (παθ., για καρπούς) ωριμάζω καλά: Ψημένα σταφύλια / στάχυα, μεστωμένα. 3. (προφ., μτφ., συνήθ. για πρόσ.) α. κάνω κπ. να υποφέρει εξαιτίας υψηλής θερμοκρασίας· καίω: Tον έψησε ο πυρετός. Mας έψησε ο ήλιος / η ζέστη. || (παθ.) υποφέ ρω από υψηλή θερμοκρασία: Ψήνεται στον πυρετό. || (για χώρο) θερμαί νω πολύ: Tην κουζίνα μας την ψήνει ο ήλιος. β. (παθ., συχνά στη μππ.) για πρόσωπο που έχει μια εξαιρετική ωριμότητα ή ικανότητα, επειδή πέρασε από πολλές δοκιμασίες και απέκτησε πολλές εμπειρίες: Ψημένος στη δουλειά, έμπειρος. Δούλεψε πρώτα σε ξένο μαγαζί να ψηθεί στην αγορά και μετά άνοιξε δικό του. 4. (προφ.) επιχειρώ να πείσω ή πείθω κπ. για κτ., με επίμονη και έντεχνη προσπάθεια: Mε το πες πες τον έψησε να έρθει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τον έψησες να σου πάρει αμάξι. ΦΡ (προφ., λαϊκ.) τα ~ με κπ., συμφωνώ μαζί του για κτ. και, συνήθ., συνάπτω ερωτική σχέση, συνδέομαι με ερωτική σχέση. ~ μια δουλειά, προσχεδιάζω καλώς ή διευθετώ ώστε να επιτύχει.

[μσν. ψήνω < αρχ. ἕψω `βράζω, σιγοβράζω΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. ἥψησα (σύγκρ. αφησ- (άφησα) - αφήνω), και νέα ανάλ. ἥ-ψησα (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες