Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ*
436 εγγραφές [101 - 110]
ψέκασμα το [psékazma] Ο49 : η ενέργεια του ψεκάζω· ράντισμα με ψεκα στήρα· ψεκασμός.

[λόγ. < μσν. ψέκασμα `ψιχάλισμα΄ < ψεκασ- (ψεκάζω) -μα κατά την αλλ. της σημ. της λ. ψεκάζω]

ψεκασμός ο [psekazmós] Ο17 : η ενέργεια του ψεκάζω· ράντισμα με ψεκαστήρα· ψέκασμα: H πιο αποτελεσματική μέθοδος για την καταπολέμη ση του δάκου είναι ο ~ των ελαιόδεντρων με κατάλληλα φυτοφάρμακα.

[λόγ. < μσν. ψεκασμός `ψιχάλισμα΄ < ψεκασ- (ψεκάζω) -μός κατά την αλλ. της σημ. της λ. ψεκάζω]

ψεκαστήρας ο [psekastíras] Ο2 : η συσκευή με την οποία ψεκάζουν, ρίχνουν επάνω σε μια επιφάνεια λεπτότατες σταγόνες υγρού.

[λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler]

ψεκαστικός -ή -ό [psekastikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ψεκασμό ή που είναι κατάλληλος για ψεκασμό: Ψεκαστικό υγρό.

[λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τικός]

ψέκτης ο [pséktis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που κατηγορεί, που επικρίνει· επικριτής.

[λόγ. < αρχ. ψέκτης]

ψέλιο το [psélio] Ο40 : (λόγ., συνήθ. στην αρχαιολ.) κόσμημα το οποίο φοριέται γύρω από τον καρπό ή το βραχίονα· (πρβ. βραχιόλι): Xρυσά / αργυρά / αιγυπτιακά / ελληνορωμαϊκά ψέλια.

[λόγ. < αρχ. ψέλιον]

ψελλίζω [pselízo] Ρ2.1α : 1α.προφέρω, εκφωνώ λέξεις, λόγια κτλ., με δυσκολία: Mόλις είχε αρχίσει να ψελλίζει τις πρώτες του λέξεις. β. λέω κτ. με χαμηλή φωνή και μη ευκρινή άρθρωση, συνήθ. εξαιτίας κάποιας ψυχι κής ταραχής (φόβου, δειλίας, αμηχανίας κτλ.): Λυπηθείτε με, ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη. 2. εκφράζω με τρόπο διστακτικό και ασαφή μια άποψη, θέση κτλ.: Όλα τα κόμματα κάτι ψελλίζουν, αλλά κανένα δεν τολμά να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στο πρόβλημα.

[λόγ. < αρχ. ψελλίζω `τραυλίζω΄]

ψέλλισμα το [psélizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψελλίζω.

[λόγ. < ελνστ. ψέλλισμα]

ψελλός -ή -ό [pselós] Ε1 : (λόγ.) που δυσκολεύεται στην άρθρωση λέξεων, που ψελλίζει φθόγγους ή λέξεις· ψευδός.

[λόγ. < αρχ. ψελλός]

ψέλνω [psélno] -ομαι Ρ αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί, μππ. ψαλμένος & (συνήθ. στη σημ. 2) ψάλλω [psálo] -ομαι Ρ πρτ. έψαλλα, αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί και ψαλεί, μππ. ψαλμένος : 1α.τραγουδώ εκκλησιαστικούς ή θρησκευτικούς ύμνους: Tις Kυριακές έψελνε στην εκκλησία της γειτονιάς του. Ο παπάς άρχισε να ψέλνει το «Xριστός ανέστη». || Έψαλαν το νεκρό, έψαλαν τους επικήδειους ύμνους κατά την τελετή της ταφής του νεκρού. || Kατά το τέλος μιας ιεροτελεστίας ψάλλεται το απολυτίκιο. Δεν ήταν πολύ θρήσκος αλλά του άρεσε να ψέλνει. ΦΡ τα ~ σε κπ., τον επιτιμώ αυστηρά, σε έντονο ύφος. ~ τον αναβαλλόμενο* / τον εξάψαλμο*. όπως του κανοναρχάς* ψέλνει. (έκφρ.) ψάλλω το εγκώμιο* κάποιου. β. τραγουδώ ύμνο, θούριο κτλ.: Tο πλήθος έψαλε το «Πένθιμο Εμβατήριο». Σε μια στιγμή πατριωτικής έξαρσης, σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. 2. εξυμνώ ένα πρόσωπο, μια ιδέα κτλ., με έμμετρο λόγο ή τραγούδι: Ο ποιητής ψάλλει την ελευθερία. || H ποίησή του ψάλλει τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας του.

[ελνστ. ψάλλω `ψέλνω ψαλμούς με συνοδεία μικρής άρπας΄, αρχ. σημ.: `παίζω τις χορδές μουσικού οργάνου΄ (η σημερ. σημ. μσν.), μεταπλ. -νω για σαφέστερη διάκρ. των δύο ρηματ. θεμάτων· λόγ. < ελνστ. ψάλλω]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες