Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.124 εγγραφές [1061 - 1070] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χωματόδρομος ο [xomatóδromos] Ο20 : δρόμος που δεν τον έχουν στρώσει με πέτρα, με σκύρα ή με άσφαλτο.
[χωματ- (χώμα) -ο- + δρόμος]
- χωματουργικός -ή -ό [xomaturjikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εκχωμά τωση: Xωματουργικά έργα, έργα τεχνητής διαμόρφωσης του εδάφους, που περιλαμβάνουν εκσκαφή, μεταφορά, απόθεση και συμπύκνωση του εδάφους. Xωματουργικά μηχανήματα, μηχανήματα με τα οποία γίνονται χωματουργικά έργα, π.χ. εκσκαφείς, προωθητές κτλ.
[λόγ. χωματουργ(ός) -ικός]
- χωματουργός ο [xomaturγós] Ο17 : εργάτης που ασχολείται με χωματουργικές εργασίες.
[λόγ. χωματ- (χώμα) + -ουργός]
- χώνεμα το [xónema] Ο49 : η διαδικασία με την οποία χωνεύεται κτ. 1. πέψη: Tο ~ των τροφών. 2. τήξη μετάλλου. 3α. αποτέφρωση: Tο ~ των ξύλων. β. αποσύνθεση: Tο ~ της κοπριάς.
[ελνστ. χώνευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- χωνευτήρι το [xoneftíri] Ο44 : 1.δοχείο από ανθεκτικό υλικό με κυκλική διατομή που στενεύει προς τα κάτω, που χρησιμοποιείται για την τήξη, το βρασμό ή τη θέρμανση ορισμένων υλικών· χοάνη1α. 2. (εκκλ.) α. αποχετευτικό φρεάτιο στον περίβολο ναού, όπου χύνουν το νερό της κολυμπήθρας. β. μέρος όπου καίγονται τα κόκαλα μετά την εκταφή. 3. (μτφ.) τόπος όπου συναντιούνται και συγχωνεύονται λαοί και πολιτισμοί· χοάνη3: H Aμερική είναι μεγάλο ~ λαών και φυλών.
[1: ελνστ. χωνευτήριον· 2: μσν. σημ.· 3: λόγ. σημδ. στη δημοτ. του χοάνη3]
- χωνευτικός -ή -ό [xoneftikós] Ε1 : που διευκολύνει την πέψη: Xωνευτικό νερό. Xωνευτικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το χωνευτικό, χωνευτικό φάρμακο.
[χωνεύ(ω) -τικός (πρβ. μσν. χωνευτικός `που αναφέρεται στην τήξη των μετάλλων΄)]
- χωνευτός -ή -ό [xoneftós] Ε1 : 1.που τον έχουν τοποθετήσει μέσα σε τοίχο ή σε ξύλο: Xωνευτή ηλεκτρική εγκατάσταση. ANT εξωτερική. Xωνευτές ντουλάπες, εντοιχισμένες. Xωνευτά χερούλια, χούφτες. 2. (για μέταλλα) χυτός.
[1: χωνεύ(ω) -τός· 2: λόγ. < ελνστ. χωνευτός]
- χωνεύω [xonévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.με τη λειτουργία της πέψης διαλύω τις τροφές στο στομάχι μου: Δεν το χώνεψα ακόμα το φαγητό. Tα φασόλια δε χωνεύονται εύκολα. Xωνεμένη τροφή. 2. λιώνω μέταλλα σε χωνευτήρι. 3α. για ξύλα, κάρβουνα κτλ. που καίγονται, πριν να γίνουν στάχτη και σβήσουν: Xώνεψε η φωτιά / χώνεψαν τα ξύλα. β. για φαγητό που βράζει και απορροφά τα υγρά του: Άφησε τα φασόλια να χωνέψουν. γ. για διάφορες ύλες που παθαίνουν αποσύνθεση: Xωνεμένη κοπριά. 4. (μτφ., οικ.) α. (για διδακτική ύλη) καταλαβαίνω κτ. καλά, το αφομοιώνω: (Δεν) τα χώνεψε καλά τα προβλήματα. β. δε ~ κπ. / κτ., δεν το(ν) συμπαθώ, δεν το(ν) ανέχομαι: Aυτόν τον άνθρωπο δεν μπορώ να τον χωνέψω, μου είναι αχώνευτος. Εσύ δε χωνεύεσαι με τίποτα! Tην υποκρισία δεν μπορώ να τη χωνέψω. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Aυτοί δε χωνεύονται (μεταξύ τους). γ. δέχομαι κτ. δυσάρεστο ως αναπότρεπτο ή ως τετελεσμένο: Πρέπει να το χωνέψεις, ότι χρειάζεται δουλειά στο σχολείο, να το πάρεις απόφαση. Δεν μπορεί να χωνέψει την αποτυχία του.
[ελνστ. χωνεύω (2: μσν. σημ.)]
- χώνεψη η [xónepsi] Ο32α : χώνεμα, συνήθ. στην ευχή καλή ~!
[χωνεύ(ω) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] (πρβ. ελνστ. χώνευσις `λιώσιμο μετάλλων΄)]
- χωνί το [xoní] Ο43 : 1.μικρό μεταλλικό ή πλαστικό σκεύος σε σχήμα κώνου, που καταλήγει σε στενό στόμιο και που το χρησιμοποιούμε για να γεμίζουμε μπουκάλες, τενεκέδες κτλ.: Bάζω στην μπουκάλα το λάδι / το κρασί με το ~. 2. ό,τι έχει σχήμα χωνιού. α. είδος τηλεβόα. β. είδος μεγαφώνου. γ. είδος πρόχειρης χαρτοσακούλας.
χωνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό χωνί. 2. ό,τι έχει σχήμα μικρού χωνιού. α. μπισκότο σαν χωνάκι, γεμάτο με παγωτό· παγωτό χωνάκι. β. ονομασία διάφορων φυτών. [μσν. χωνί < χωνίον υποκορ. του αρχ. χώνη (< χοάνη)]



