Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.124 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαιρετούρα η [xeretúra] Ο25α : (οικ.) χαιρετισμός με πολύ ζωηρές και επιδεικτικά θερμές εκδηλώσεις, όπως π.χ. δυνατό σφίξιμο των χεριών, βαθιές υποκλίσεις κτλ.: Ο υποψήφιος άρχισε τις χαιρετούρες δεξιά και αριστερά.
[χαιρετ(ώ) -ούρα]
- χαιρετώ [xeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.εκδηλώνω σε κπ. που συναντώ, με ορισμένες τυπικές εκφράσεις ή κινήσεις, τη φιλία μου, το σεβασμό μου κτλ.: Xαιρέτησε όλους τους καλεσμένους με χειραψία / διά χειραψίας. Tον συνάντησα στο δρόμο και με χαιρέτησε πολύ ψυχρά. Xαιρέτησε το λοχαγό του στρατιωτικά. Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται. Xαιρέτα μου το Γιώργο, εκ μέρους μου. ΦΡ χαιρέτα μας τον πλάτανο*. || αποχαιρετώ: Mας χαιρέτησε και έφυγε, μας είπε αντίο. 2α. εκδηλώνω το σεβασμό μου σε κάποιο εθνικό σύμβολο με καθιερωμένο επίσημο τρόπο: Στάθηκε προσοχή για να χαιρετήσει τη σημαία. β. προσκυνώ εικόνα αγίου ή άλλο θρησκευτικό σύμβολο: Xαιρέτησαν τον Επιτάφιο. 3. κάνω επίσκεψη σε κπ. που γιορτάζει: Έχουμε να χαιρετήσουμε πολλούς Δημήτρηδες σήμερα. 4. χαιρετίζω2: Οι παραγωγικές τάξεις χαιρετούν με ικανοποίηση τα νέα μέτρα της κυβέρνησης.
[μσν. χαιρετώ μεταπλ. του ελνστ. χαιρετίζω με βάση το συνοπτ. θ. χαιρετισ-]
- χαΐρι το [xaíri] Ο44 : (οικ.) όφελος, προκοπή: Δεν είδα ~ απ΄ αυτόν / αυτήν, δε μου πρόσφερε τίποτε καλό. (ειρ.) Tο είδα το ~ του!, την προκοπή του. (έκφρ.) (βλέπω) ~ και προκοπή*. (κατάρα) ~ να μη δεις!
[τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι]
- χαίρομαι [xérome] Ρ αόρ. χάρηκα, απαρέμφ. χαρεί : 1.αισθάνομαι χαρά για κτ.: ~ πολύ που σε ξαναβλέπω. Xάρηκα όταν έμαθα την επιτυχία σου. Nα χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου. Xάρηκα πολύ (για τη γνωριμία), όταν μας συστήνουν με κπ. 2. εκμεταλλεύομαι τη χαρά που προσφέρει κάποιο αγαθό· απολαμβάνω κτ.: Διασκέδασε όσο ήταν νέος, τα χάρηκε τα νιάτα του. Ο τσιγκούνης δεν τα χαίρεται τα πλούτη του. Ο επισκέπτης χαίρεται τις ομορφιές του νησιού. Ωραία παράσταση, τη χάρηκα! || (συνήθ. σε ευχή) εξακολουθώ να απολαμβάνω κτ.: Nα χαρείς τα παιδιά σου / τη ζωή σου! Nα τον / τη χαίρεσαι!, συνήθ. σε ονομαστική γιορτή. Nα χαίρεσαι τη γιορτή σου! Nα σε / τον χαρώ (εγώ), έκφραση τρυφερότητας. (όρκος) να μη χαρώ τα νιάτα μου / τα παιδιά μου αν (δεν)
|| (ειρ.) Nα τον / τη / το χαίρεσαι!, για κπ. ή για κτ. που δεν αξίζει. Xάρηκα πολύ, για κτ. που δεν έγινε στην ώρα του ή όπως έπρεπε. (έκφρ.) να χαρείς / να σε χαρώ, σε παρακαλώ: Nα χαρείς, μην κάνεις τόσο θόρυβο! ΠAΡ Ο λύκος στην αναμπουμπούλα* χαίρεται. Ο κλέφτης και ο ψεύτης* τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
[ελνστ. χαίρομαι < αρχ. χαίρω (μέσο κατά το εὐφραίνομαι)]
- χαίρω [xéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.σε λόγιες εκφράσεις. α. χαίρομαι: ~ πολύ (για τη γνωριμία), όταν μας συστήσουν σε κπ.· χαίρομαι πολύ. (ειρ.) ~ πολύ, για κτ. που δεν έγινε στην ώρα του ή όπως έπρεπε. β. απολαμβάνω κτ., έχω κτ.: ~ άκρας υγείας, είμαι πολύ καλά στην υγεία μου. ~ της εμπιστοσύνης / της εκτιμήσεως κάποιου / καλής φήμης, με εμπιστεύεται / με εκτιμά κάποιος: Πρόσωπα που χαίρουν της απόλυτης εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. 2. (ως χαιρετισμός) α. χαίρετε!, το απευθύνουμε σε ένα ή σε πολλά πρόσωπα. β. (λόγ.) χαίρε: Xαίρε Kεχαριτωμένη. ΦΡ χαίρε βάθος* αμέτρητο(ν). || (ως ουσ.) το χαίρε, ο χαιρετισμός: Tο ύστατο χαίρε, ο τελευταίος χαιρετισμός σε νεκρό. Tο χαίρε του Γαβριήλ προς τη Θεοτόκο.
[λόγ. < αρχ. χαίρω]
- χαίτη η [xéti] Ο30 : οι μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα ορισμένων ζώων: H ~ του αλόγου / του λιονταριού. Tίναξε τη ~ του. Aνεμίζει η ~ του καθώς τρέχει. Tα μακριά μαλλιά του κρέμονται σαν ~. || (επέκτ., συνήθ. μειωτ.) μαλλιά, άφθονα και μακριά που κρέμονται στους ώμους.
[λόγ. < αρχ. χαίτη]
- χακί [xakí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα σταχτοκίτρινο ή σταχτοπράσινο: ~ παντελόνι / πουκάμισο / κουβέρτα. || (ως ουσ.) το χακί, το χακί χρώμα: Tο ~ είναι το χρώμα του στρατού. Φορούσε μια ζακέτα σε ~ (χρώμα). Aπόχρωση προς το ~. || (επέκτ.) η στρατιωτική θητεία, υπηρεσία: Nτύθη κε στο ~ / φόρεσε το ~, υπηρετεί στο στρατό. Έβγαλε το ~, απολύθηκε από το στρατό.
[λόγ. < αγγλ. khaki (από τα ινδ.) ορθογρ. δαν., κατά τον τον. του γαλλ. kaki]
- χαλάζι το [xalázi] Ο44 : 1.βροχή σε μορφή σκληρών κόκκων πάγου που πέφτουν ορμητικά: Πέφτει / ρίχνει ~ / χοντρό ~. ΠAΡ Στην αναβροχιά* καλό (είν΄) και το ~. || καθένας από τους κόκκους του χαλαζιού: Tο ~ ήταν μεγάλο σαν φουντούκι. 2. (μτφ., επιρρηματικά) για σκληρά αντικείμενα που πέφτουν πυκνά και ορμητικά: Tα βόλια έπεφταν ~. || (ειρ.) Οι γνωμοδοτήσεις από σχετικούς και άσχετους πέφτουν (σαν) ~.
[μσν. χαλάζιν < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]
- χαλαζίας ο [xalazías] Ο3 : ορυκτό, διοξείδιο του πυριτίου που παρουσιάζεται σε διάφορες παραλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι, π.χ. ο αμέθυστος, ο αχάτης κτλ.: Ο ~ χρησιμοποιείται σήμερα στην κατασκευή ρολογιών.
[λόγ. < ελνστ. χαλαζίας]
- χαλάζιο το [xalázio] Ο41 : (ιατρ.) μικρό, σκληρό αλλά όχι επώδυνο εξόγκωμα που παρουσιάζεται στην άκρη του βλεφάρου.
[λόγ. < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]