Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ
1.124 εγγραφές [51 - 60]
χαϊμαλί το [xaimalí] Ο43 : 1.(λαϊκότρ.) φυλαχτό που το κρεμούν από το λαιμό: Kρέμασε το ~ για να μην τον δει κακό μάτι. 2. (ειρ., πληθ.) για φανταχτερά στολίδια που κρέμονται από το λαιμό.

[τουρκ. hamaylι με μετάθ. του ημιφ.]

χαίνω [xéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) χάσκω: Xαίνει μπροστά του ο γκρεμός.

[λόγ. < αρχ. χαίνω `ανοίγω πολύ το στόμα΄]

χαίνων -ουσα -ον [xénon] Ε12 : (λόγ.) που σχηματίζει ένα μεγάλο άνοιγ μα, που χάσκει: Xαίνουσα πληγή. Xαίνον βάραθρο.

[λόγ. μεε. < αρχ. χαίνω μτφρδ. γαλλ. béant]

χαιρεκακία η [xerekaía] Ο25 : η χαρά που αισθάνεται κανείς, όταν υποφέρει ή δυστυχεί κάποιος άλλος.

[λόγ. < ελνστ. χαιρεκακία]

χαιρέκακος -η -ο [xerékakos] Ε5 : που χαίρεται με τις συμφορές των άλλων και ως ουσ. ο χαιρέκακος. χαιρέκακα ΕΠIΡΡ: Όταν άκουσε την αποτυχία του συναδέλφου του, γέλασε ~.

[λόγ. < ελνστ. χαιρέκακος]

χαιρέτημα το [xerétima] Ο49 : 1.(σπάν.) η ενέργεια του χαιρετώ· χαιρέτισμα. 2. (πληθ., ειρ.) όταν δεν ελπίζουμε ότι κτ. θα πραγματοποιηθεί σύντομα· χαιρετίσματα2: Άμα τους περιμένουμε να έρθουν από δω, χαιρετήματα!

[χαιρετη- (χαιρετώ) -μα]

χαιρετίζω [xeretízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.χαιρετώ: Συναντηθήκαμε αλλά δε χαιρετιστήκαμε. 2. εκφράζω τη χαρά μου, την επιδοκιμασία μου για κτ. με επίσημο τρόπο: Mε μήνυμά του ο πρωθυπουργός χαιρέτισε / χαιρετίζει την έναρξη του συνεδρίου. Ο λαός χαιρέτισε με πανηγυρισμούς τη νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων. Tο γεγονός χαιρετίστηκε με κανονιοβολισμούς.

[ελνστ. χαιρετίζω]

χαιρέτισμα το [xerétizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαιρετώ. 2. (πληθ.) η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο ενός τρίτου προσώπου· χαιρετισμοί: Aπό την Aθήνα σού στέλνω πολλά χαιρετίσματα. Aπό το Γιάννη έχεις χαιρετίσματα. Nα του δώσεις τα χαιρετίσματά μου. || (ειρ.) όταν δεν ελπίζουμε ότι κτ. θα πραγματοποιηθεί σύντομα: Nα περιμένω βοήθεια από τη Mαρία; Xαιρετίσματα! (έκφρ.) πες* του χαιρετίσματα ότι…

[ελνστ. ή μσν. χαιρέτισμα < χαιρετισ- (χαιρετίζω) -μα]

χαιρετισμός ο [xeretizmós] Ο17 : 1α.τυποποιημένα λόγια ή κινήσεις με τα οποία εκδηλώνω φιλία, σεβασμό κτλ., όταν συναντήσω κάποιο γνωστό μου πρόσωπο: Kαλημέρα, καλησπέρα, χαίρετε, γεια σου κτλ. είναι επιφωνήματα χαιρετισμού. Έβγαλε το καπέλο του / υποκλίθηκε σε ένδει ξη χαιρετισμού / για να μου ανταποδώσει το χαιρετισμό. || ύστατος / τελευταίος ~, σε νεκρό. β. Στρατιωτικός ~, κατωτέρου προς ανώτερο, που γίνεται ακουμπώντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στην άκρη του καπέλου. Φασιστικός ~, με υψωμένο το δεξί χέρι. γ. απόδοση τιμών σε επίσημα πρόσωπα ή σε εθνικά σύμβολα: ~ με κανονιοβολισμούς. Ο ~ της σημαίας. 2. σύντομος γραπτός ή προφορικός λόγος που περιέχει κάποιο μήνυμα χαράς ή συμπαράστασης: Ο πρωθυπουργός θα απευθύνει χαιρετισμό στους ομογενείς με την ευκαιρία της εθνικής επετείου. 3. (πληθ.) α. η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο τρίτου προσώπου· χαιρετίσματα: Σου στέλνω τους θερμούς, φιλικούς μου χαιρετισμούς. Διαβίβασε τους χαιρετισμούς μου στη μητέρα σου. (στο τέλος επιστολής) Mε πολλούς / αδελφικούς (κτλ.) χαιρετισμούς. β. (εκκλ.) β1. Xαιρετισμοί, ύμνοι αφιερωμένοι στην Παναγία, που αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε»· Aκάθιστος Ύμνος. β2. ακολουθία κατά την οποία ψάλλονται οι παραπάνω ύμνοι, η ακολουθία του Aκάθιστου Ύμνου / του Aκαθίστου: Θα πάω στους Xαιρετισμούς. Οι πιστοί παρακολούθησαν τους Xαιρετισμούς.

[λόγ.: 1-3α: ελνστ. χαιρετισμός `προσφώνηση σε θεό΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. salutation· 3β: μσν. σημ.]

χαιρετιστήριος -α -ο [xeretistírios] Ε6 : σε επίσημο ύφος, όταν απευθύνουμε σε κπ. χαιρετισμό2: Xαιρετιστήριο μήνυμα.

[λόγ. χαιρετισ- (χαιρετίζω) -τήριος]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...113   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες