Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.124 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαλινάρι το [xalinári] Ο44 : 1α.(συνήθ. πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων που προσαρμόζουν στο κεφάλι ενός υποζυγίου για να το συγκρατούν και για να το κατευθύνουν· γκέμι, ηνίο: Σφίγγω / αφήνω τα χαλινά ρια. β. το μεταλλικό εξάρτημα από το παραπάνω σύνολο που το τοποθετούν στο στόμα του υποζυγίου. 2. (μτφ.) κάθε μέσο που συγκρατεί, που περιορίζει την ελεύθερη έκφραση ή τη δραστηριότητα ενός ατόμου: Πρέπει να βάλεις ~ στη γλώσσα σου! Aν αφήσεις ελεύθερα τα χαλινάρια, θα αποχαλινωθεί η νεολαία.
[ελνστ. χαλινάριον υποκορ. του αρχ. χαλινός]
- χαλινός ο [xalinós] Ο17 : 1.(λόγ.) χαλινάρι. 2. (ανατ.) πτυχή του βλεννογόνου σε διάφορα όργανα του σώματος, που τα συγκρατεί ή τα ενώνει: Ο ~ της γλώσσας, μεμβράνη στο κάτω μέρος της. Ο ~ του πέους.
[λόγ.: 1: αρχ. χαλινός· 2: σημδ. γαλλ. bride]
- χαλιφάτο το [xalifáto] Ο39 : 1.το αξίωμα και η εξουσία του χαλίφη. 2. κράτος που το κυβερνούσε χαλίφης.
[λόγ. < ιταλ. califfato (δες χαλίφης)]
- χαλίφης ο [xalífis] Ο10 : τίτλος των πολιτικών και θρησκευτικών αρχηγών του Iσλάμ, των διαδόχων του Mωάμεθ: Ο ~ της Δαμασκού / της Bαγδάτης.
[λόγ. < ιταλ. califf(o) ή γαλλ. calif(e) -ης < αραβ. khalīfah `διάδοχος΄, το αρχικό χ- από επίδρ. του μσν. χαλιφάς (αραβ. khalīfah)]
- χαλκάς ο [xalkás] Ο1 : 1.μεταλλικός κρίκος: Ο ~ της αλυσίδας. Tράβηξε την πόρτα απ΄ το χαλκά. 2. (μτφ.) σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε, συνήθ. ειρωνικά, περιορισμό της ελευθερίας, υποταγή: α. περνάω το χαλκά, βάζω δαχτυλίδι, παντρεύομαι. β. περνάω σε κπ. το χαλκά από τη μύτη (και τον τραβάω), τον κάνω ό,τι θέλω.
χαλκαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [τουρκ. halka `δαχτυλίδι΄ (από τα αραβ.) -ς]
- χαλκείο το [xalkío] Ο39 : για να δηλώσουμε το κέντρο οργάνωσης ή υπηρεσίας όπου επινοούνται ψεύτικες πληροφορίες ή όπου οργανώνονται σκευωρίες: ~ συκοφαντιών / ραδιουργιών.
[λόγ. < αρχ. χαλκεῖον `χαλκουργείο΄, κατά τη σημ. του χαλκεύω]
- χαλκέντερος -η -ο [xalkénderos] Ε5 : ακαταπόνητος, ακούραστος στην πνευματική εργασία: ~ ερευνητής / μελετητής.
[λόγ. < ελνστ. χαλκέντερος]
- χάλκευση η [xálkefsi] Ο33 : η ενέργεια του χαλκεύω.
[λόγ. χαλκεύ(ω) -σις > -ση]
- χαλκεύω [xalkévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.επινοώ ψεύτικες πληροφορίες ή οργανώνω σκευωρίες με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν κατηγορίες / συκοφαντίες εναντίον του. 2. προετοιμάζω κτ. επάνω σε στέρεες βάσεις: Tο σήμερα θα χαλκεύσει τα δεσμά της αυριανής κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. χαλκεύω `επεξεργάζομαι το χαλκό΄ σημδ. γαλλ. forger]
- χαλκιάς ο [xalkás] Ο1 : (λαϊκότρ.) αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς.
[μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα]



