Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χειλεανάγνωση
1 εγγραφή
χειλεανάγνωση η [xileanáγnosi] Ο33 : τρόπος συνεννόησης των κωφών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τις λέξεις από την κίνηση των χειλιών του ομιλητή.

[λόγ. χειλέ(ων) γεν. πληθ. του αρχ. χεῖλος + ανάγνω(σις) -ση σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. χειλοανάγνωση ή χειλανάγνωση (σύγκρ. ελνστ. χειλολάβος `επίδεσμος για τα χείλη΄, μσν. χειλάριον `μικρό χείλι΄), μτφρδ. αγγλ. lipreading]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες