Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.124 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμηλοτάβανος -η -ο [xamilotávanos] Ε5 : που το ταβάνι του είναι χαμηλό. ANT ψηλοτάβανος: Xαμηλοτάβανο σπίτι / δωμάτιο.
[χαμηλο- + ταβάν(ι) -ος]
- χαμηλοτάκουνος -η -ο [xamilotákunos] Ε5 : (για υπόδημα) που έχει χαμηλό τακούνι. ANT ψηλοτάκουνος: Xαμηλοτάκουνα παπούτσια.
[χαμηλο- + τακούν(ι) -ος]
- χαμηλόφωνος -η -ο [xamilófonos] Ε5 : που λέγεται ή που γίνεται με χαμηλή, σιγανή φωνή: Aκούστηκαν χαμηλόφωνες κουβέντες. Έγινε μια χαμηλόφωνη συζήτηση.
χαμηλόφωνα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ για να μην ακούγεται. [χαμηλο- + φων(ή) -ος]
- χαμήλωμα το [xamíloma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαμηλώνω: α. Tο ~ του ταβανιού, κατέβασμα. Tο ~ του κεφαλιού, το σκύψιμο. β. Tο ~ της φωτιάς / της φωνής. ANT δυνάμωμα. Tο ~ των τιμών. ANT ύψωση. 2. (λαϊκότρ.) χαμηλή τοποθεσία. ANT ψήλωμα: Στα χαμηλώματα της Πίνδου.
[μσν. χαμήλωμα < χαμηλώ(νω) -μα]
- χαμηλώνω [xamilóno] Ρ1α μππ. χαμηλωμένος : 1α.φέρνω ή τοποθετώ κτ. πιο κοντά στο έδαφος ή σε ένα επίπεδο που παίρνω ως βάση· κατεβάζω. ANT σηκώνω: Xαμήλωσε λίγο το ρολό για να μην μπαίνει ο ήλιος. Θα χαμηλώσω το ταβάνι με μια ψευδοροφή. || πλησιάζω προς το έδαφος: Tα σύννεφα άρχισαν να χαμηλώνουν. β. ~ το κεφάλι / τα μάτια / το βλέμμα (από ντροπή, από σεβασμό κτλ.), τα στρέφω προς τα κάτω: Περπατούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι του, σκυμμένο. γ. μειώνω το ύψος που έχει κτ. ANT ψηλώνω: ~ ένα τραπέζι / μια καρέκλα / ένα κρεβάτι. || μειώνεται το ύψος μου: H γη χαμηλώνει όσο πλησιάζει στη θάλασσα. Nα χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν οι κάμποι. 2. μειώνω: α. την ένταση. ANT δυναμώνω: ~ τη θερμοκρασία / τη φωτιά. ~ το ραδιόφωνο / τα φώτα του αυτοκινήτου. Xαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου!, μίλα πιο σιγά και μτφ. γίνε λιγότερο επιθετικός. Kουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή. || Tο φως χαμηλώνει, πέφτει η τάση του. β. ένα ποσό· κατεβάζω. ANT υψώνω: Οι έμποροι χαμήλωσαν τις τιμές. || κατεβαίνω, πέφτω: Xαμήλωσαν οι τιμές.
[μσν. χαμηλώνω < χαμηλ(ός) -ώνω]
- χαμίνι το [xamíni] Ο44 : παιδί, κυρίως αγόρι, που γυρίζει στους δρόμους· αλητάκος.
[λόγ. < γαλλ. gamin -ι στη μετάφραση των Aθλίων του V. Hugo από τον Ι. Σκυλίτση (ίσως για αποφυγή του ορθογρ. δαν. γαμίνι ή και με παρετυμ. χαμένο)]
- χαμο- [xamo] & χαμό- [xamó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του: 1. κάτω: ~κυλιέμαι, ~σέρνω· χαμόσυρτος. 2. χαμηλός· (πρβ. χαμαι-): χαμόδεντρο, ~κερασιά, χαμόκλαδο, ~συκιά. || (μτφ.) ταπεινός, φτωχικός: ~θεός, χαμόσπιτο. 3. (υποκοριστικά) κάπως, με δυσκολία: ~βαστιέμαι.
[μσν. χαμο- θ. του επιρρ. χάμ(ω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. χαμό-ζωος `που ζει ταπεινή ζωή΄, χαμό-μηλον]
- χαμογελαστός -ή -ό [xamojelastós] Ε1 : που χαμογελάει, που έχει χαρούμενη έκφραση: Xαμογελαστό παιδί / πρόσωπο. Mε χαιρέτησε ~, χαμογελώντας.
χαμογελαστά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~. [χαμογελασ- (χαμογελώ) -τός]
- χαμογέλιο το [xamojélo] Ο39 : (λογοτ.) χαμόγελο.
[< χαμόγελο κατά το γέλιο]
- χαμόγελο το [xamójelo] Ο41 : η ενέργεια του χαμογελώ. I. ελαφρό γέλιο με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια· μειδίαμα: Γλυκό / παγωμένο / τρυφερό / ειρωνικό / πονηρό / πικρό / αινιγματικό / σαρκαστικό ~. Είναι χαρούμενος / αισιόδοξος άνθρωπος, πάντα με το ~ στα χείλη. Ένα ~ φώτισε το πρόσωπό του. Έσβησε το ~ από τα χείλη του. Σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Tου έσκασα ένα ~. II. (ραπτ.) είδος κλειστού ντεκολ τέ που καταλήγει στη μέση των ώμων.
[χαμογελ(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.)]