Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαλιμέντο το [faliménto] Ο39 : (οικ.) πτώχευση, χρεοκοπία· φαλίρισμα. ΦΡ βαράω / ρίχνω ~, χρεοκοπώ, πτωχεύω.
[ιταλ. fallimento]
- φαλιρίζω [falirízo] Ρ2.1α & φαλίρω [falíro] Ρ6α μππ. φαλιρισμένος : (οικ.) χρεοκοπώ, πτωχεύω: Φαλίρισε η επιχείρηση. Φαλιρισμένο μαγαζί.
[ιταλ. fallir(e) -ω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φαλιρισ-]
- φαλίρισμα το [falírizma] Ο49 : (οικ.) η πτώχευση, η χρεοκοπία.
[φαλιρισ- (φαλιρίζω) -μα]
- φαλκίδευση η [falkíδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαλκιδεύω: H ~ της εθνικής ανεξαρτησίας / των θεσμών / της ελευθερίας.
[λόγ. φαλκιδεύ(ω) -σις > -ση]
- φαλκιδεύω [falkiδévo] -ομαι Ρ5.1 : υπονομεύω, αποδυναμώνω, αλλοιώνω έντεχνα την ουσία αρχών ή θεσμών, περιορίζω κατακτημένα, νόμιμα δικαιώματα: Φαλκιδεύεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης / το δικαίωμα της απεργίας / το εισόδημα των εργαζομένων.
[λόγ. < μσν. φαλκίδ(ιον) `το ελάχιστο μέρος περιουσίας που υποχρεωτικά αφαιρείται για τους κληρονόμους΄ -εύω < υστλατ. lex Falcidia (από το όν. του Ρωμαίου δημάρχου Ρ. Falcidius) μτφρδ. ιταλ. falcidiare < lex Falcidia]
- φαλλικός -ή -ό [falikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλό: Φαλλικά σύμβολα / στοιχεία. Φαλλικές γιορτές. Φαλλικά (άσματα), που τα τραγουδούσαν κατά την περιφορά του φαλλού στις διονυσιακές γιορτές.
[λόγ. < αρχ. φαλλικός]
- φαλλοκράτης ο [falokrátis] Ο10 : χαρακτηρισμός για άντρα που οι απόψεις και η συμπεριφορά του διακρίνουν το ανδρικό φύλο ως ανώτερο από το γυναικείο: Πολλοί άντρες είναι φαλλοκράτες.
[λόγ. < αγγλ. phallocrat < αρχ. φαλλό(ς) + -crat = -κράτης]
- φαλλοκρατία η [falokratía] Ο25 : η αντίληψη και η συμπεριφορά που θεωρεί το ανδρικό φύλο ανώτερο και κυρίαρχο σε σχέση με το γυναικείο: Ο πατερναλισμός είναι μια άλλη όψη της φαλλοκρατίας.
[λόγ. < αγγλ. phallocracy < phallo(crat) = φαλλο(κράτης) + -cracy = -κρατία]
- φαλλοκρατικός -ή -ό [falokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλοκράτη, στη φαλλοκρατία: Φαλλοκρατικές απόψεις / αντιλήψεις. Zούμε σε μια φαλλοκρατική κοινωνία.
[λόγ. < αγγλ. phallocratic < phallocrat = φαλλοκράτ(ης) -ic = -ικός]
- φαλλός ο [falós] Ο17 : 1. ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο, δέρμα ή πηλό, που το περιέφεραν κατά τις βακχικές γιορτές ως σύμβολο γονιμότητας. 2. το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. 3. (ανατ.) η αρχική καταβολή των εξωτερικών (γυναικείων και ανδρικών) γεννητικών οργάνων στο έμβρυο.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. φαλλός· 3: σημδ. αγγλ. phallus (στη νέα σημ.) < αρχ. φαλλός]



