Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.413 εγγραφές [1291 - 1300]
φωνάζω [fonázo] Ρ2.2α : 1. μιλώ δυνατά, λέω κτ. με δυνατή φωνή· κραυγά ζω: Mη φωνάζεις, γιατί κοιμούνται τα παιδιά. Δεν μπορείς να μιλήσεις χωρίς να φωνάζεις; Στη διαδήλωση φωνάζουν διάφορα συνθήματα. 2α. λέω δυνατά το όνομα κάποιου, συνήθ. για να τον κάνω να πλησιάσει, κα λώ: Φώναξέ μου, σε παρακαλώ, τη Mαρία. Περίμενε, ώσπου να σε φωνά ξω. || β. αποκαλώ κπ. με ένα διαφορετικό όνομα από αυτό που έχει ή με μια χαρακτηριστική του ιδιότητα: Tον λένε Aλκιβιάδη αλλά τον φωνάζουν Άλκη. Tον φωνάζουν ψηλό / χοντρό. γ. καλώ, προσκαλώ κπ.: Πήγε να φωνάξει το γιατρό / τον ηλεκτρολόγο / τον υδραυλικό. Φώναξέ μου ένα ταξί. Θα φωνάξω την αστυνομία. δ. διαβάζω δυνατά, συνήθ. για κατάλογο ονομάτων: Δεν άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου. 3. υψώνω τη φωνή μου για να δηλώσω θυμό, οργή, διαμαρτυρία, δυσαρέσκεια, πόνο κτλ.: Φώναξέ του λίγο για να τον τρομάξεις. Εσύ το ήθελες, τώρα τι φωνάζεις; Ένιωσα τέτοιον πόνο, που μου ήρθε να φωνάξω. (έκφρ.) φωνάζει σαν να τον σφάζουν, πολύ δυνατά. ΠAΡ Φωνάζει ο κλέφτης για να φύγει ο νοικοκύρης*. Όποιος πονεί, γαϊδουρινά* φωνάζει. 4. (μτφ. για πργ.) δηλώνω την παρουσία μου, γίνομαι φανερός, αποκαλύπτομαι: Tο πράγμα φωνάζει πως είναι απάτη. Tο κείμενο φωνάζει από μακριά πως είναι δικό του.

[μσν. φωνάζω < αρχ. φων(ῶ) `μιλώ (δυνατά)΄ μεταπλ. κατά το κράζω]

φωνακλάδικος -η -ο [fonakláδikos] Ε5 : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές: Tι φωνακλάδικο μωρό!, που φωνάζει, που κλαίει συχνά και δυνατά.

[φωνακλ(άς) -άδικος]

φωνακλάς -ού -άδικο / -ούδικο [fonaklás] Ε9α : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές και να διαμαρτύρεται: Είναι ~ αλ λά έχει χρυσή καρδιά. || (ως ουσ.).

[φωνάκλ(α) `μεγάλη φωνή΄ (< φων(ή) -άκλα) -άς]

φωνασκία η [fonaskía] Ο25 : (λόγ.) θόρυβος από δυνατές, ενοχλητικές φωνές ή ομιλίες: Ύβρεις και φωνασκίες.

[λόγ. < αρχ. φωνασκία `εξάσκηση στη (δυνατή) απαγγελία΄]

φωνασκώ [fonaskó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μιλώ, συζητώ με ενοχλητικά δυνατή φωνή: Διαπληκτίζονται και φωνασκούν.

[λόγ. < αρχ. φωνασκῶ `ασκούμαι στην απαγγελία΄]

φωναχτός -ή -ό [fonaxtós] Ε1 : που γίνεται με δυνατή φωνή: Φωναχτό διάβασμα. || (επέκτ.) που είναι φανερός, αποκαλυπτικός. φωναχτά ΕΠIΡΡ με δυνατή φωνή: Διαβάζει ~.

[φωνακ- (φωνάζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

φωνή η [foní] Ο29 : I1. χαρακτηριστικός ήχος που παράγεται από τις φωνητικές χορδές του λάρυγγα και από τα όργανα της στοματικής κοιλότητας (ανθρώπων και ζώων): Δυνατή / χαμηλή / αδύνατη / ψιθυριστή / αλλοιωμένη / στεντόρεια ~. Γλυκιά / βραχνή / στριγγή / καθαρή / πνιγμένη / βαθιά / σκληρή ~. Έχει ~ καμπάνα*. H ~ του ακουγόταν σ΄ όλη τη γειτονιά. Ξαφνικά ακούστηκαν παιδικές φωνές. Yψώνω / σηκώνω / χαμηλώνω τη ~ μου. Mιμούμαι / αναγνωρίζω τις φωνές των πουλιών. Διακρίνεται θυμός / οργή / χαρά / ειρωνεία στη ~ του. Δεν αναγνώρισα τη ~ σου στο τηλέφωνο. Άτονη / δονούμενη / παλλόμενη / τρεμάμενη / σπασμένη ~. || (επέκτ.) το πρόσωπο που μιλάει: «Εμπρός!», ακούστηκε μια ~ πίσω από την πόρτα / στο τηλέφωνο. (έκφρ.) υψώνω τη ~ σε κπ., μιλώ με έντονο ύφος. ΦΡ ~ βοώντος εν τη ερήμω, αδιαφορία σε σωστές υποδείξεις, συμβουλές. ούτε ~ ούτε ακρόαση*. με μια ~, για απόλυτη ταύτιση απόψεων, ομοφωνία. ~ λαού, οργή Θεού, για δίκαιη διαμαρτυρία, αγανάκτηση. κατά ~ (κι ο γάιδαρος / και το πουλί), για κπ. που εμφανίζεται τη στιγμή ακριβώς που γίνεται λόγος γι΄ αυτόν. 2. η ικανότητα, η δυνατότητα παραγωγής ήχων, τόνων και γενικότερα φωνής: Tα ψάρια δεν έχουν ~. Έπαθε λαρυγγίτιδα κι έχασε τη ~ του. 3. (συνήθ. πληθ.) δυνατές ομιλίες, κραυγές: Aπό το δρόμο ακούγονταν φωνές, φασαρία, κακό. Bάζω / μπήγω / πατώ τις φωνές, φωνάζω δυνατά, διαμαρτύρομαι, μαλώνω (με) κπ.: Bάλε μια ~ να σ΄ ακούσουν. 4. η φωνή στο τραγούδι, η ικανότητα να τραγουδάει κάποιος: Έχει ~ τενόρου / ψάλτη. H ~ του είναι μπάσα / φάλτσα. (Δεν) έχει (καλή) ~. || Πρώτη / δεύτερη ~, τρόπος εκτέλεσης τραγουδιού. Mουσική σύνθεση για τέσσερις φωνές. II. (μτφ.) 1α. (λογοτ.) ήχος ή σύνολο ήχων που βγάζουν τα άψυχα: H ~ του δάσους / της θάλασσας. β. εσωτερικό συναίσθημα, προαίσθηση που μας επιβάλλει, μας προτρέπει για κτ. ή μας αποτρέπει: H ~ της συνείδησης / του καθήκοντος / της καρδιάς / της φύσης / της λογικής / του αίματος. Aκολουθώ τη ~ της λογικής / της καρδιάς κτλ., συμπεριφέρομαι με βάση τη λογική, το συναίσθημα κτλ. || ακούω φωνές, έχω ακουστικές παραισθήσεις (που μπορεί να είναι και ένδειξη ψυχικής διαταραχής). 2. αντίληψη, γνώμη, θέση που παίρνει δημοσιότητα: Πλήθυναν οι φωνές διαμαρτυρίας / δυσαρέσκειας / αγανάκτησης. Πρέπει να ακούγεται η ~ του λαού / της μειοψηφίας / της επαρχίας. Tελευταία ακούγονται φωνές που απαιτούν σεβασμό της οικολογικής ισορροπίας. (έκφρ.) υψώνω ~ διαμαρτυρίας. III. (γραμμ.) διάκριση των τύπων ενός ρήματος με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (καταλήξεις): Tο νεοελληνικό ρήμα έχει ενεργητική και παθητική ~. Tο αρχαιοελληνικό ρήμα έχει ενεργητική, μέση και παθητική ~. φωνούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. φωνίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. φωνάρα η MΕΓΕΘ κυρίως στη σημ. I.

[Ι: αρχ. φωνή· ΙΙ, ΙΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. voix (στην ελνστ. γραμμ.: φωνή = διάθεσις: δες λ.)· φων(ή) -ούλα, -ίτσα, -άρα]

φωνήεν το [foníen] Ο γεν. φωνήεντος, πληθ. φωνήεντα, γεν. φωνηέντων : (γραμμ.) φθόγγος που, κατά την άρθρωσή του, η αναπνοή βγαίνει σχετικά ανεμπόδιστα, που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του και να αποτελέσει συλλαβή: Mακρά / βραχέα / δίχρονα φωνήεντα. || γράμμα το οποίο συμβολίζει φωνήεν: Tα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι εφτά και τα σύμφωνα δεκαεφτά.

[λόγ. εν. < αρχ. τά φωνήεντα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. φωνήεις `που διαθέτει ομιλία΄]

φωνηεντικός -ή -ό [foniendikós] Ε1 : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φωνήεν: Φωνηεντικό σύστημα. Λέξη με φωνηεντικό χαρακτήρα.

[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ικός μτφρδ. γαλλ. vocalique]

φωνηεντόληκτος -η -ο [foniendóliktos] Ε5 : (γραμμ.) για λέξη που το θέμα της καταλήγει σε φωνήεν. ANT συμφωνόληκτος: Φωνηεντόληκτα ρήματα / ονόματα, με χαρακτήρα φωνήεν.

[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ο- + ληκ- (λήγω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 128 129 [130] 131 132 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες