Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [1211 - 1220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσαρμόνικα η [fisarmónika] Ο27α : I. πνευστό μουσικό όργανο με μεταλλικά γλωσσίδια, τα οποία δονούνται και παράγουν διαφορετικούς τόνους από τον αέρα που φυσάει με το στόμα του αυτός που το παίζει: Έβγαλε μια μικρή ~ από την τσέπη του κι άρχισε να παίζει. II. (παρωχ.) ακορντεόν. 1. για πτυσσόμενη κατασκευή (πόρτα, παραπέτασμα, σύνδεση ανάμεσα σε κινητά μέρη κτλ.), φυσούνα. 2. (μτφ.) αντικείμενο πολύ παραμορφωμένο από ισχυρή πίεση (σύγκρουση κτλ.): Tο αυτοκίνητο έπε σε πάνω σε μια κολόνα και έγινε ~.
[γερμ. Ρhysharmonika < αρχ. φῦσ(α) `φυσερό΄ + Harmonika = αρμόνικα (ή μέσω του ιταλ. fisarmonica)]
- φυσάω [fisáo] & -ώ Ρ10.7α σπάν. αόρ. και φύσησα, σπάν. απαρέμφ. και φυσήσει : δημιουργώ, παράγω αέρα ή ρεύμα αέρα: 1. εκπέμπω ρεύμα αέ ρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: ~ τη φωτιά για ν΄ ανάψει. Φύσηξε δυνατά κι έσβησε τα κεριά της τούρτας. 2α. εμφυσώ αέρα σε πνευστό όργανο, σωλήνα κτλ.: ~ τη φλογέρα. β. βγάζω με φύσημα: Φύσα τη μύτη σου. γ. αναπνέω ορμητικά: Φυσούσε και ξεφυσούσε ανεβαίνοντας τον ανήφορο. (έκφρ.) να τον φυσήξεις θα πέσει, για άνθρωπο πολύ αδύναμο ή για κατασκευή ετοιμόρροπη. ΦΡ το ~ και δεν κρυώνει, δεν μπορώ να συνέλθω από κάποιο πάθημα. το / τα φυσάει, έχει πολλά χρήματα. 3. (για αέρα) πνέω: Φύσηξε βοριάς / νοτιάς / αεράκι / λίβας. Ο αέρας που φυσούσε, φούσκωνε τα πανιά. || (στο γ' εν. πρόσ.) πνέει άνεμος: Σήμερα φυσάει απ΄ το πρωί. Xτες δε φύσηξε πο λύ. Kάτσε εδώ που δε φυσάει. || (μτφ.): Φυσάει ένας άνεμος* / αέρας*. ΦΡ (πάω) όπου φυσάει ο άνεμος*.
[αρχ. φυσῶ (στη σημ. 1) και μεταπλ. -άω]
- φύσει [físi] επίρρ. : για ιδιότητα που έχει κάποιος από τη φύση του, από το χαρακτήρα του, από φυσικού του. ANT θέσει: Είναι ~ ευγενικός / μειλίχιος / ντροπαλός άνθρωπος. (έκφρ.) είναι ~ αδύνατο, τελείως αδύνατο. || (στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής): ~ μακρά / μακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο.
[λόγ. < αρχ. φύσει δοτ. του φύσις (δες φύση)]
- φυσερό το [fiseró] Ο38 : 1α. συσκευή (συνήθ. με ασκό και στενό στόμιο) που φυσάει αέρα· φυσούνα: Tο ~ του σιδερά / του γύφτου. β. συσκευή για το φύσημα αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, σε χυτήρια κτλ., φυσού να. 2. (προφ.) βεντάλια.
[φυσ(ώ) -ερό]
- φύση η [físi] Ο31 : I1. το σύνολο των όντων (φυτών, ζώων, υδάτων, πετρω μάτων), ο φυσικός κόσμος. α. ο φυσικός κόσμος ως τμήμα της επιφάνειας της γης ή μιας ορισμένης περιοχής (όπου ελάχιστα ή καθόλου έχουν εγκατασταθεί ή παρέμβει οι άνθρωποι): H άγρια ~. Aπολαμβάνω τη ~. Πάω εκδρομή στη ~. Kοντά στη / επιστροφή στη ~. Aφήσαμε την απάνθρωπη πόλη και βγήκαμε έξω, στη ~. Οι βιομηχανίες ρυπαίνουν / μολύνουν τη ~. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται / βιάζει / υποτάσσει τη ~. β. ο φυσικός κόσμος, ως αντικείμενο αισθητικής συγκίνησης ή καλλιτεχνικής δημιουργίας: Tο μεγαλείο / η ομορφιά / η σοφία της φύσης. H τέχνη αναπαράγει, δε μιμείται απλώς τη ~. || (ζωγρ.) νεκρή* ~. γ. οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του φυσικού κόσμου: Οι φυσικές επιστήμες μελετούν τη ~. || Iδιοτροπία της φύσης, απόκλιση από το φυσιολογικό. δ. σύνολο κοινωνικών κανόνων που πηγάζουν από τους φυσικούς νόμους: Ορισμένες θρησκείες / απόψεις αντιστρατεύονται τη ~. (έκφρ.) παρά ~ / φύσιν: α. με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση προς τους νόμους της φύσης, και με επέκταση, της λογικής, της ηθικής: Παρά ~ συνουσία / ασέλγεια / έδρα*. Παρά ~ συμμαχία της δεξιάς με την αριστερά. β. πάνω από το φυσιολογικό, από το κανονικό, από το μέτρο: Είναι παρά ~ ψηλός / χοντρός. 2α. καθετί (οργανικό ή ανόργανο) που υπάρχει και εξελίσσεται χωρίς την παρέμβαση ή ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου: Ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε μέσα σε μια εχθρική και άγνωστη ~. Aνεξερεύνητη ~. Ερευνώ / παρατηρώ τη ~. β. δύναμη, συχνά προσωποποιη μένη, που κινεί ή κατευθύνει το σύνολο των όντων: Οι δυνάμεις / οι νόμοι / τα στοιχεία / τα θαύματα της φύσης. (έκφρ.) τέρας / έκτρωμα της φύσεως, για κπ. ή για κτ. πολύ άσχημο, τερατώδες. αδικημένος* από τη ~ / τον αδίκησε η ~. II1. η υπόσταση ενός όντος (ανθρώπου ή ζώου) ως πνευματική, ψυχική, σωματική ή βιολογική ιδιαιτερότητα που καθορίζει την ύπαρξη ή τη συμπεριφορά του: H θνητή ~ του ανθρώπου. Οι δύο φύσεις του Xριστού. Aνδρική / γυναικεία / ζωική ~. Tα παιδιά είναι από τη ~ τους επιθετικά. 2. σύνολο έμφυτων, χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου, χαρακτήρας, φυσικό: Δεν μπορεί να κρύψει / να αλλάξει τη ~ του. Είναι αντίθετο στη ~ μου, στο χαρακτήρα μου, στις αρχές και στις βαθύτερες πεποιθήσεις μου. (λόγ. έκφρ.) έξις δευτέρα φύσις, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας. εκ φύσεως, από το βαθύτερο είναι: Είναι εκ φύσεως δειλός. 3. ο άνθρωπος από την άποψη μιας ιδιαίτερης, ορισμένης, τυπικής ιδιότητας, ιδιαιτερότητας: Ευαίσθητη / καλλιτεχνική / δημιουργική / βίαιη ~. 4. το ποιόν, το είδος, ο ιδιαίτερος και βαθύτερος χαρακτήρας ενός πράγματος: H ~ του εδάφους / ενός φαινομένου / μιας εργασίας / μιας αρρώστιας. H ~ της δουλειάς του δεν του επιτρέπει να κάνει διακοπές. Πάρθηκαν μέτρα οικονομικής / πολιτικής / διοικητικής φύσεως. Συζητήθηκαν θέματα γενικής φύσεως. Yποχρεώσεις κοινωνικής / οικογενειακής φύσεως. H δουλειά του είναι από τη ~ της επικίνδυνη / κουραστική / δύσκολη. III. τα γεννητικά όργανα του άντρα και ιδίως το πέος. IV. φύσει* επίρρ.
[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. Ι) < αρχ. φύ(σις) -ση & λόγ. σημδ. (ιδ. σημ. Ι1α, 2α, ΙΙ3) γαλλ. nature]
- φύσημα το [físima] Ο49 : 1. η δημιουργία ρεύματος αέρα, η πνοή του ανέμου: Ένα ξαφνικό ~ μου σκόρπισε τα χαρτιά. 2. η εκτόξευση αέρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: M΄ ένα δυνατό ~ έσβησε όλα τα κεριά της τούρτας. ΦΡ τρώω / παίρνω ~, διώχνομαι, απομακρύνομαι βίαια από κάπου (συνήθ. από εργασία, θέ ση κτλ.): Mε την αλλαγή της κυβέρνησης πήρε ~, απολύθηκε, μετατέθηκε δυσμενώς. δίνω (σε κπ. ή σε κτ.) ~, διώχνω, απομακρύνω: Tου ΄δωσε ~, γιατί της φερόταν απαίσια. Ήταν κάτι παλιά έπιπλα και τους έδωσα ~, τα πέταξα. 3. παθολογικός ή φυσιολογικός ήχος που ακούγεται στο θώρακα κατά την αναπνοή: Kαρδιακό / πνευμονικό ~.
[αρχ. φύσημα]
- φυσητήρας ο [fisitíras] Ο2 : I. συσκευή ή αγωγός για το φύσημα, για τη διοχέτευση αέρα σε καμίνια, χυτήρια κτλ.· φυσερό. II1. όργανο της φάλαινας με το οποίο αναπνέει και εκσφενδονίζει το νερό. 2. (ζωολ.) γένος σαρκοφάγων κητωδών θηλαστικών της θάλασσας, με τεράστιες διαστάσεις, που μοιάζουν με φάλαινες.
[λόγ. < αρχ. φυσητήρ, αιτ. -ῆρα (ΙΙ2: ελνστ. σημ.)]
- φυσητικός -ή -ό [fisitikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φύσημα2: Φυσητικά όργανα.
[λόγ. < αρχ. φυσητικός]
- φυσητός -ή -ό [fisitós] Ε1 : που τον κατασκεύασαν, που τον επεξεργάστηκαν με φύσημα2: Φυσητό γυαλί.
[ελνστ. φυσητός]
- φυσιατρική η [fisiatrikí] Ο29 : επιστήμη που χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις στη θεραπευτική.
[λόγ. φύσ(η)I2 + ιατρική μτφρδ. αγγλ. nature cure]



