Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.413 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάλαινα η [fálena] Ο27 : 1. θαλάσσιο κήτος, θηλαστικό, πολύ μεγάλων διαστάσεων: H ~ είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό που εμφανίστηκε ποτέ στη γη. Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της φάλαινας. 2. (μτφ.) γυναίκα υπερβολι κά παχιά και δυσκίνητη.
[λόγ. < αρχ. φάλλαινα (ελνστ. γραφή: φάλαινα)]
- φαλαινοθήρας ο [falenoθíras] Ο3 : ο κυνηγός φαλαινών.
[λόγ. φάλαιν(α) -ο- + -θήρας]
- φαλαινοθηρία η [falenoθiría] Ο25 : το κυνήγι, η αλιεία της φάλαινας.
[λόγ. φάλαιν(α) -ο- + -θηρία]
- φαλαινοθηρικός -ή -ό [falenoθirikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αλιεία φαλαινών. || (ως ουσ.) το φαλαινοθηρικό, πλοίο κατάλληλα εξοπλισμένο για το κυνήγι της φάλαινας.
[λόγ. φαλαινοθηρ(ία) -ικός]
- φαλαινοκαρχαρίας ο [falenokarxarías] Ο3 : ονομασία ενός είδους καρχαρία γιγαντιαίων διαστάσεων αλλά ακίνδυνου.
[λόγ. φάλαιν(α) -ο- + καρχαρίας μτφρδ. αγγλ. whale shark]
- φαλάκρα η [falákra] Ο25 : 1. ολοκληρωτική έλλειψη μαλλιών, που οφείλεται σε οριστική πτώση των τριχών σε ολόκληρο το κεφάλι ή σε ένα μέρος του: H αλωπεκίαση είναι συχνή αιτία φαλάκρας. Γιατί οι γυναίκες μόνο πολύ σπάνια κάνουν ~; 2. το γυμνό κεφάλι ή τμήμα του κεφαλιού: Tον διέκρινα ανάμεσα στους άλλους από τη ~ του.
[ελνστ. φαλάκρα]
- φαλάκρας ο [falákras] Ο3 : (προφ.) φαλακρός άντρας.
[φαλάκρ(α) -ας]
- φαλακροκόρακας ο [falakrokórakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ο κορμοράνος.
[φαλακρ(ός) -ο- + κόρακας]
- φαλακρός -ή -ό [falakrós] Ε1 : 1. που του έχουν πέσει τα μαλλιά σε ολόκληρο το κεφάλι ή σε ένα μέρος του: Φαλακρό κεφάλι. Πέσανε τα μαλλιά του από αρρώστια κι έμεινε ~. || (ως ουσ.) ο φαλακρός: Δε βρέθηκε το φάρμακο που θα κάνει τους φαλακρούς να βγάζουν μαλλιά. 2. (μτφ., για βουνά, βράχους, εκτάσεις κτλ.) γυμνός, άδεντρος, χωρίς βλάστηση: Φαλακρό βουνό. Φαλακρή πλαγιά. ~ λόφος.
[αρχ. φαλακρός]
- φάλαρα τα [fálara] Ο41 : 1. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. 2. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου.
[λόγ. < αρχ. φάλαρα]