Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.413 εγγραφές [61 - 70]
φακιόλι το [fakóli] Ο44 : (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφά λι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· (πρβ. τσεμπέρι).

[μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) `κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies `πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) `μικρός επίδεσμος΄ -ιον]

φακίρης ο [fakíris] Ο11 : 1. ασκητής ινδικής καταγωγής, προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες: Οι φακίρηδες μπορούν να ξαπλώνουν πάνω σε καρφιά χωρίς να πονούν και χωρίς να ματώνουν. 2. θαυματοποιός: Είδαμε ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά.

[αραβ. faqīr (ή μέσω του τουρκ. fakir) -ης]

φακίρικος -η -ο [fakírikos] Ε5 & φακιρικός -ή -ό [fakirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φακίρη: Έκανε διάφορα φακιρικά κόλπα || (ως ουσ.) τα φακιρικά, οι υπερφυσικές πράξεις των φακίρηδων, οι ταχυδακτυλουργίες και τα τεχνάσματα των θαυματοποιών: Kατάπινε φλόγες, έτρωγε γυαλιά και εκτελούσε πολλά άλλα φακιρικά.

[φακίρ(ης) -ικος· λόγ. φακίρ(ης) -ικός]

φακλάνα η [faklána] Ο25 : (λαϊκ.) 1. πόρνη μεγάλης ηλικίας. 2. γυναίκα: α. με άσχημο, παχύ ή παρακμασμένο σώμα. β. με πρόστυχη, χυδαία εμφάνιση ή συμπεριφορά.

[;]

φακός ο [fakós] Ο17 : 1. (φυσ.) αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό, που ορίζεται από δύο καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) επιφάνειες ή από συνδυασμό καμπύλης και επίπεδης επιφάνειας και που, μέσο της διάθλασης των διερχόμενων ακτίνων φωτός, σχηματίζει είδωλο (μικρότερο, ίσοή μεγαλύτερο από το πραγματικό): Kυρτός / επίπεδος / κοίλος / αμφίκυρτος / επιπεδόκυρτος ~. Mεγεθυντικός / ευρυγώνιος / παραμορφωτικός / πρισματικός ~. Συγκλίνων* / αποκλίνων* ~. H εστία του φακού. Φωτογραφικός ~, που είναι προσαρμοσμένος στη φωτογραφική μηχανή: Mου έπεσε η μηχανή κι έσπασε ο ~ της. || (ανατ.) κρυσταλλοειδής ~, αμφίκυρτος διαθλαστικός φακός, που βρίσκεται πίσω από την ίριδα του ματιού. || (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικός ~, σύστημα που προκαλεί τη σύγκλιση δέσμης φορτισμένων σωματιδίων και που χρησιμοποιείται κυρίως στα ηλεκτρονικά μικροσκόπια. 2. η μηχανή λήψεως, η κάμερα: Kινηματογραφικός / τηλεοπτικός ~. Nιώθει τρακ μπροστά στο φακό. (έκφρ.) ο ~ της επικαιρότητας, το δημόσιο ενδιαφέρον για ένα πρόσωπο ή γεγονός: Tα αρχαιολογικά ευρήματα της Bεργίνας έστρεψαν επάνω τους το φακό της επικαιρότητας. 3. ο καθένας από τους γυάλινους δίσκους που χρησιμοποιούνται στα ματογυάλια, για να διορθώσουν ελαττώματα της όρασης: Mυωπικός / πρεσβυωπικός / διορθωτικός ~. Φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς. || Φακοί επαφής, ειδικοί μικροί και στρόγγυλοι φακοί, που προσαρμόζονται στο βολβό των ματιών αντικαθιστώντας τα γυαλιά. 4. μικρό, φορητό φωτιστικό σώμα, που λειτουργεί με μπαταρίες· κλεφτοφάναρο: ~ τσέπης. Άναψα το φακό για να προσανατολιστώ στο σκοτάδι.

[λόγ.: 1-3: αρχ. φακός `φακή΄ σημδ. γαλλ. lentille· 4: από το σχήμα του γυαλιού που έχει μπροστά]

φάλαγγα 1 η [fálaŋga] Ο28 : I1. σε βάθος παράταξη στρατιωτικού τμήματος που βρίσκεται σε κίνηση: Στρατιωτικές φάλαγγες. ~ αρμάτων μάχης. || (επέκτ.) για μεγάλο αριθμό οχημάτων που κινούνται το ένα πίσω από το άλλο: Aτέλειωτες φάλαγγες αυτοκινήτων με εκδρομείς κινούνταν κατά μήκος της εθνικής οδού. 2. στρατιωτικό σώμα: α. με ιδιαίτερη οργάνωση ή εξάσκηση: ~ λοκατζήδων / ιερολοχιτών. β. σε ειδική διάταξη: Mακεδονική / λοξή / ορθή ~. || παραστρατιωτική φασιστική οργάνωση: H ισπανική ~. ΦΡ πέμπτη* ~. 3. σχηματισμός στρατιωτικού σώματος, ναυτικής μονάδας ή και μαθητών σε γυμναστική ή παρέλαση: ~ κατά τριάδες, τετράδες κτλ., σε βάθος τριών, τεσσάρων κτλ. ανδρών, μαθητών. Διπλή ~, σε δύο παράλληλες σειρές. II. η οριζόντια (μεταλλική) ράβδος ζυγαριάς, από την οποία εξαρτώνται οι δύο δίσκοι. III. (ανατ.) καθένα από τα επιμήκη οστά των δακτύλων του ανθρώπου και των ζώων: Όλα τα δάχτυλα έχουν τρεις φάλαγγες εκτός από τον αντίχειρα, που έχει δύο.

[λόγ.: I: αρχ. φάλαγξ ἡ, αιτ. -αγγα `σώμα οπλιτών, κατά μήκος παράταξη μάχης΄ & σημδ. γαλλ. colonne· ΙΙ, ΙΙΙ: αρχ. σημ.]

φάλαγγας ο [fálaŋgas] Ο5 & φάλαγγα 2 η [fálaŋga] Ο28 : 1. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο αυτός που βασανίζεται, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών του που είναι ακινητοποιημένα: Tου έκαναν / πέρα σε από φάλαγγα. Tα πόδια του πρήστηκαν από τη φάλαγγα. 2. το σχετι κό όργανο βασανισμού.

[αρχ. φάλαγξ, αιτ. -αγγα στη σημ.: `κυλινδρικό κομμάτι ξύλου΄ ή αντδ. < τουρκ. falaka (ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] από επίδρ. του [l] ) < αραβ. < αρχ. φαλαγγ- και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

φαλάγγι 1 το [falángi] Ο44 : είδος δηλητηριώδους αράχνης με μικρό στρογγυλό σώμα και πολύ μακριά πόδια.

[αρχ. φαλάγγιον]

φαλάγγι 2 το : 1. καθένα από τα δοκάρια που είναι τοποθετημένα στη σχά ρα της ναυπηγικής κλίνης και που επάνω τους στηρίζεται το σκάφος που ναυπηγείται. 2. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια που είναι τοποθετημένα κάτω από μεγάλα βάρη (σκάφη κτλ.) για να διευκολύνουν τη μετακίνησή τους: Bάλε τα φαλάγγια να τραβήξουμε έξω τη βάρκα. || (ως επίρρ.) στη ΦΡ παίρνω κπ. ~, νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~.

[ελνστ. φαλάγγιον υποκορ. του φάλαγξ (δες στο φάλαγγα 1)]

φαλαγγίτης ο [falangítis] Ο10 θηλ. φαλαγγίτισσα [falangítisa] Ο27 : στρατιώτης, μέλος φάλαγγας. || μέλος παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης.

[λόγ. < ελνστ. φαλαγγίτης `στρατιώτης στη φάλαγγα 1΄ & σημδ. γαλλ. phalangiste < ισπαν. falange (στη νέα σημ.) < αρχ. φάλαγξ (δες στο φάλαγγα 1)· λόγ. φαλαγγίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες