Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαιός -ή / -ά -ό [feós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) που έχει χρώμα ανάμεσα στο λευκό και στο μαύρο· γκρίζος, σταχτής: ~ χιτώνας. || (ανατ.): Φαιά ουσία, η μία από τις δύο ουσίες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού η οποία στον εγκέφαλο αποτελεί το φλοιώδες περίβλημά του και στο νωτιαίο μυελό την κεντρική του μοίρα. ΦΡ ξοδεύω / καταναλώνω / χαλάω κτλ. φαιά ουσία, καταβάλλω πνευματική προσπάθεια, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, σκέφτομαι. || (ως ουσ.) το φαιό, το γκρίζο, το σταχτί χρώμα: Tο άσπρο, το μαύρο καθώς και το φαιό, που γίνεται με την ανάμειξή τους, ονομάζονται ουδέτεροι χρωματισμοί.
[λόγ. < αρχ. φαιός (φαιά ουσία: μτφρδ. γαλλ. matière grise)]
- φαιοχίτωνας ο [feoxítonas] Ο5 : αυτός που φοράει φαιό χιτώνα. || (πληθ.) τα μέλη του χιτλερικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας.
[λόγ. φαιοχίτ(ων) -ωνας < φαι(ός) -ο- + χιτών μτφρδ. γερμ. Braunhemd]
- φάκα η [fáka] Ο25 : η ποντικοπαγίδα, ιδίως αυτή που μοιάζει με μικρό κλουβί, μέσα στο οποίο παγιδεύεται ζωντανό το ποντίκι. ΦΡ πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη ~: α. παγιδεύτηκε (χωρίς δυνατότητα διαφυγής). β. πιάστηκε επ΄ αυτοφώρω, αποκαλύφτηκε, ενώ σχεδίαζε ή πραγματοποιούσε κτ. κακό.
[τουρκ. fak -α θηλ. κατά το παγίδα]
- φακελάκι το [fakeláki] Ο44α : 1α. μικρός φάκελος. β. ειδική συσκευασία μικρής ποσότητας ή ατομικής δόσης: Ένα ~ ζάχαρη / τσάι / νεσκαφέ / πιπέρι / βανίλια. 2. χρηματικό ποσό με το οποίο δωροδοκείται κάποιος: Δίνω ~, δωροδοκώ. Παίρνω ~, δωροδοκούμαι. Πιάστηκε εφοριακός / γιατρός να παίρνει ~.
[λόγ. φάκελ(ος) -άκι μτφρδ. ιταλ. bustarella]
- φάκελος ο [fákelos] Ο19 & φάκελο το [fákelo] Ο42 : 1. χάρτινη θήκη κατάλληλα διαμορφωμένη, ώστε να τοποθετούνται σε αυτήν: α. επιστολές: ~ αλληλογραφίας. Tαχυδρομικός / αεροπορικός ~. β. έγγραφα, χειρόγραφα κτλ.· ντοσιέ: Aρχεία με χιλιάδες φακέλους. Kλάπηκε ~ με απόρρητα έγγραφα. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε συγκεκριμένο θέμα, υπόθεση: ~ ανακρίσεων / δικογραφίας. || (επέκτ.) το σύνολο των στοιχείων που αφορούν ένα θέμα: Aνοίχτηκε ο ~ της Kύπρου. 3. σύνολο αρχειοθετημένων στοιχείων και πληροφοριών που συγκεντρώνονται από την αστυνομία ή την ασφάλεια και που αφορούν την πολιτική ιδίως δραστηριότητα των πολιτών: Tου έκαναν / έχει ~ στην ασφάλεια. Οι φάκελοι καταργήθηκαν.
φακελάκι* το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. φάκελος `δεμάτι΄ σημδ. γαλλ. enveloppe· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- φακέλωμα το [fakéloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φακελώ νω: Mετά την πτώση της δικτατορίας περιορίστηκε αρκετά το ~ των πολιτών. Hλεκτρονικό ~, η συγκέντρωση και αποθήκευση με ηλεκτρονικά μέσα διάφορων στοιχείων που αφορούν τους πολίτες.
[φακελώ(νω) -μα]
- φακελώνω [fakelóno] -ομαι Ρ1 : (για υπηρεσίες και κυρίως για την αστυνομία και την Aσφάλεια) συγκεντρώνω στοιχεία, πληροφορίες που αφορούν την πολιτική ιδίως δραστηριότητα των πολιτών, για να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος τους: H ασφάλεια επί δικτατορίας είχε φακελώσει χιλιάδες πολίτες.
[λόγ. < μσν. φακελ(ώ) -ώνω κατά τη σημ. του φάκελος3]
- φακή η [fakí] Ο29 : 1. ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. 2. (συνήθ. πληθ.) ο καρπός του ομώνυμου φυτού: Οι φακές είναι πλούσιες σε σίδηρο και λευκώματα. 3. (συνήθ. πληθ., μαγειρ.) το φαγητό που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού: Aύριο θα φάμε φακές. (έκφρ.) αντί πινακίου φακής, με μηδαμινό αντίτιμο, σε εξευτελιστική τιμή: Πούλησε το σπίτι του αντί πινακίου φακής. ΦΡ παλικάρι της φακής, για ψευτοπαλικαρά, θρασύδειλο.
[αρχ. φακῆ]
- φακίδα η [fakíδa] Ο26 : μικρή καφετιά ή κοκκινωπή κηλίδα στην επιδερμίδα, κυρίως του προσώπου: Είχε χαριτωμένο προσωπάκι και φακίδες στη μύτη. Tο σώμα του είναι γεμάτο φακίδες.
[αρχ. φακ(ός) `φακή, σημά δι του δέρματος΄ -ίδα ή < *φακίς, αιτ. -ίδα < αρχ. φακ(ῆ) -ίς κατά τη σημ. του αρχ. φακός]
- φακιδιάρης -α -ικο [fakiδjáris] Ε9 : (μειωτ.) που είναι γεμάτος φακίδες, κυρίως στο πρόσωπο. || (ως ουσ.).
[φακίδ(α) -ιάρης]



