Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαγάδικο το [faγáδiko] Ο41 : (προφ.) μέρος όπου μπορεί κάποιος να φάει, κυρίως εστιατόριο, ταβέρνα: Γέμισε ο τόπος φαγάδικα.
[φαγ(άς) -άδικο]
- φαγάδικος -η -ο [faγáδikos] & φαγούδικος -η -ο [faγúδikos] Ε5 : (οικ.) που έχει την τάση, που του αρέσει να τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού: Φαγούδικο παιδί, ό,τι του δίνεις το τρώει!
[φαγ(άς) -άδικος· κατά το επίθημα -ούδ(ι) -ικος]
- φαγάνα η [faγána] Ο25α : (προφ.) 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται: α. για την εκσκαφή του εδάφους· εκσκαφέας. β. για την εκβάθυνση του βυθού· βυθοκόρος. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα κάποιου υλικού (φαγητού, χρημάτων, καυσίμων κτλ.): Σκέτη ~ αυτό το αυτοκίνητο, καίει είκοσι πέντε δραχμές το χιλιόμετρο. β. πρόσωπο άπληστο, αχόρταγο: Πολύ ~ αυτή η γυναίκα, τον άφησε αδέκαρο τον καημένο τον άντρα της.
[φαγαν(ός) μεγεθ. -α]
- φαγανός -ή -ό [faγanós] Ε1 : (οικ.) που τρώει με όρεξη μεγάλες ποσότητες φαγητού: Είναι φαγανό μωρό, δε μας δυσκόλεψε καθόλου στο φαΐ του.
[φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώω) -ανός]
- φαγάς ο [faγás] Ο1 θηλ. φαγού [faγú] Ο37 : (οικ.) αυτός που τρώει με ευχαρίστηση μεγάλες ποσότητες φαγητού: Στο σόι τους είναι όλοι φαγάδες. || (ως επίθ.): Tι φαγού γυναίκα· καλύτερα να την ντύνεις παρά να την ταΐζεις!
[αρχ. φαγᾶς· φαγ(άς) -ού]
- φαγγρί το [fagrí] Ο43 : ψάρι συγγενικό της συναγρίδας, χρυσοκόκκινο με μπλε στίγματα και με νόστιμο κρέας.
[μσν. φαγγρί < *φαγρίον υποκορ. του αρχ. φάγρος ὁ (μσν. [γ > g] ίσως από επίδρ. του υστλατ. pagrus < αρχ. φάγρος)]
- φαγέδαινα η [fajéδena] Ο27 : (ιατρ.) καρκινοειδές έλκος, πληγή που διαβρώνει και σαπίζει τις σάρκες.
[λόγ. < αρχ. φαγέδαινα]
- φαγεντιανός -ή -ό [fajendianós] Ε1 : χαρακτηρισμός για αγγεία ή για άλλα αντικείμενα (οικιακά σκεύη, αγαλματάκια κτλ.), που είναι κατασκευασμένα από πορώδη πηλό (με λεία ή ανάγλυφη επιφάνεια) και καλυμμένα με σμάλτο: Φαγεντιανά αγγεία. Φαγεντιανές πλάκες. Φαγεντια νή τέχνη, η τέχνη της κατασκευής φαγεντιανών ειδών.
[λόγ. < γαλλ. fayence < πόλη Fayence < Faenza πόλη της Ιταλίας απ΄ όπου μεταφυτεύτηκε η τεχνική στη Γαλλία < λατ. Faventia, με βάση το [t] του λατ. ον. και σφαλερή χρήση του επιθήματος -ανός]
- φαγητό το [fajitó] Ο38 : ΣYN φαΐ. 1. τροφή που τρώγεται κατάλληλα προετοιμασμένη: Ελαφρό / βαρύ / κρύο / ζεστό / θρεπτικό / νόστιμο / άνοστο / ανάλατο / χαλασμένο / έτοιμο / πρόχειρο ~. Πρωινό / μεσημεριανό / βραδινό ~. Έφαγες όλο το ~ σου; Tο τραπέζι ήταν γεμάτο με καλομαγειρεμένα φαγητά. ΦΡ ξαναζεσταμένο* φαΐ / ~. 2. η λήψη της τροφής και ο αντίστοιχος χρόνος ή η αντίστοιχη διαδικασία: Πάμε για ~. Προ του φαγηγού / μετά το ~. Mετά το ~ χρειάζομαι μια ώρα ανάπαυση. Tους πέτυχα πάνω στο ~.
[λόγ. < μσν. φαγητόν < φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώω) -ητόν κατά το ελνστ. ῥοφητός `φαΐ που ρουφιέται, όπως η σούπα΄]
- φαγιάνς η [fajáns] Ο (άκλ.) & φαγιάντσα η [fajántsa] Ο25α : πορώδης πηλός με φυσικό χρώμα (λευκός ή έγχρωμος), από τον οποίο κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα (αγγεία, οικιακά σκεύη, μπιμπελό κτλ.): Ένα σερβίτσιο από ~. || (επέκτ., συχνά ως επίθ.) αντικείμενο κατασκευασμένο από φαγιάνς και η τεχνοτροπία της κατασκευής του: Mια συλλογή αγγείων ~. Πιατέλες ~. Aγόρασα μια πανάκριβη φαγιάντσα.
[λόγ. < γαλλ. faience (δες στο φαγεντιανός)· επίδρ. του αντίστοιχου ιταλ. faenza]



