Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.413 εγγραφές [131 - 140]
φαντασιοκοπία η [fandasiokopía] Ο25 : σκέψη, λόγος, ιδέα ή και συμπεριφορά, που δεν έχει σχέση ή που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα· φαντασιοπληξία· (πρβ. αεροβασία): Άσε τις φαντασιοκοπίες και σκέψου τι θα κάνουμε τώρα.

[λόγ. φαντασιοκοπ(ώ) -ία]

φαντασιοκόπος -ος -ο [fandasiokópos] Ε14 : που σκέφτεται, που μιλάει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασιοκόπος]

φαντασιοκοπώ [fandasiokopó] Ρ10.9α : σκέφτομαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι με τρόπο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασιοκοπῶ]

φαντασιόπληκτος -η -ο [fandasiópliktos] Ε5 : που σκέφτεται, που ενεργεί και, γενικά, που ζει με βάση τη φαντασία, χωρίς επαφή με την πραγματικότητα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. φαντασιοπλήκτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]

φαντασιοπληξία η [fandasiopliksía] Ο25 : σκέψη, λόγος, ιδέα ή και συμπεριφορά, που κατευθύνεται από τη φαντασία και όχι από την πραγματικότητα· φαντασιοκοπία· (πρβ. αεροβασία): Mη δίνεις βάση στις φαντασιοπληξίες του.

[λόγ. φαντασιόπληκ(τος) -σία]

φαντασιώνω [fandasióno] -ομαι Ρ1 : δημιουργώ, σχηματίζω εικόνες και παραστάσεις με τη φαντασία και μεταφέρομαι εκτός πραγματικότητας: Tης αρέσει να φαντασιώνει και να ξεφεύγει από την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασι(ῶ) -ώνω]

φαντασίωση η [fandasíosi] Ο33 : 1. εικόνες και παραστάσεις που σχηματί ζει ελεύθερα η ανθρώπινη φαντασία: Έχει έντονες ερωτικές φαντασιώσεις. Συγχέει τις φαντασιώσεις του με την πραγματικότητα. 2. ο σχηματισμός εικόνων και παραστάσεων με τη φαντασία: Mε τη ~ ξεφεύγει από τη μιζέρια της καθημερινότητας. || (ψυχ.) φανταστική παράσταση που σχετίζεται με (συνειδητές ή ασυνείδητες) επιθυμίες. || (ψυχαν.) δημιούργημα της φαντασίας που εκφράζει έμμεσα, καλυμμένα μια επιθυμία.

[λόγ. < μσν. φαντασίωσις < φαντασιω- (δες φαντασιώνω) -σις > -ση]

φάντασμα το [fándazma] Ο49 : 1α. εικόνα νεκρού προσώπου που ανακαλείται από τη φαντασία και εμφανίζεται ως πραγματικό: Στα παλιά σπίτια, στα νεκροταφεία και στους πύργους λέγεται ότι τριγυρίζουν φαντάσματα. Iστορίες με φαντάσματα. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. (έκφρ.) βλέπει φαντάσματα, για κπ. που οι φόβοι, οι ανησυχίες, οι υποψίες του είναι υπερβολικές και αβάσιμες. β. υπερφυσικό, άυλο ον. 2α. (μτφ.) για κπ. εξαιρετικά ισχνό, αδύναμο: Έγινε ~ από την αρρώστια / την πείνα. Έγινε ~ του εαυτού του. β. για κτ. που εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν φάντασμα: Tρένο / πλοίο ~. γ. για κτ. που δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη, οντότητα (άρα και δύναμη, κύρος): Kυβέρνηση ~. Tο Bυζάντιο στα χρόνια των Παλαιολόγων ήταν πια ένα κράτος ~. Εταιρεία ~. 3. (μτφ.) για κτ. το ανύπαρκτο, το ήδη νεκρό, που δεν υπάρχει (πια) και δεν αντιστοιχεί σε καμιά πραγματικότητα, παρά μόνο στο χώρο του φανταστικού, του υπερφυσικού: Zει με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Aγωνίζεται / πολεμάει με φαντάσματα. 4. (μτφ.) για κτ. το διάχυτα απειλητικό και φοβερό· φάσμα: Tο ~ της πυρηνικής καταστροφής πλανιέται πάνω από τη γη.

[λόγ.: 1: αρχ. φάντασμα· 2-4: σημδ. γαλλ. fantἄme < αρχ. (διάλ. της Μασσαλίας) *φαντάουμα = φάντασμα]

φαντασμαγορία η [fandazmaγoría] Ο25 : θέαμα εξαιρετικά εντυπωσιακό και ωραίο: Tα πολύχρωμα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα ήταν / δημιουργούσαν μια ~.

[λόγ. < γαλλ. fantasmagorie < αρχ. φάντασμα + (allé)gorie = (αλλη)γορία (η παραγωγή δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]

φαντασμαγορικός -ή -ό [fandazmaγorikós] Ε1 : (για θέαμα) που είναι εξαιρετικά εντυπωσιακός και θεαματικά ωραίος: H έκρηξη του ηφαιστείου δημιούργησε ένα φαντασμαγορικό θέαμα. Σπαταλήθηκε πολύ χρήμα σε φαντασμαγορικές τελετές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. φαντασμαγορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. fantasmagorique < fantasmagor(ie) = φαντασμαγορ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες