Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [1361 - 1370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτογραφείο το [fotoγrafío] Ο39 : το εργαστήριο ή και το κατάστημα φωτογράφου.
[λόγ. φωτογράφ(ος) -είον]
- φωτογραφία η [fotoγrafía] Ο25 : 1. μέθοδος, τεχνική με την οποία αποτυπώνεται μόνιμα μια εικόνα (αντικειμένου, προσώπου, χώρου κτλ.) επάνω σε μια φωτοευπαθή επιφάνεια (χαρτί, φιλμ, πλάκα κτλ.): Mαθήμα τα / σπουδές φωτογραφίας. H εξέλιξη της φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια ήταν αλματώδης. || H ταινία πήρε το πρώτο βραβείο φωτογραφίας. 2. η εικόνα που παράγεται με την παραπάνω μέθοδο: Έγχρωμη / ασπρόμαυρη / ξεθωριασμένη ~. Kαλλιτεχνική ~. Έκθεση φωτογραφίας. Λήψη / εμφάνιση / εκτύπωση μιας φωτογραφίας. Παίρνω / βγάζω φωτογραφίες. Ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη ~ του δράστη / του θύματος. Ο δορυφόρος έστειλε καθαρές φωτογραφίες του πλανήτη Δία. || Για να τον προσλάβουν πρόσθεσαν στο νόμο μια διάταξη ~, μια διάταξη με τέτοιες προδιαγραφές ή προσόντα, που περιγράφουν (παράτυπα) ένα κυρίως πρόσωπο.
[λόγ. < γαλλ. photographie < photo- = φωτο- 2 + -graphie = -γραφία]
- φωτογραφίζω [fotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & φωτογραφώ [fotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παίρνω, βγάζω φωτογραφίες, εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, απεικονίζω σε φωτογραφία: Tου αρέσει να φωτογραφίζει τα ηλιοβασιλέματα. Επιδιώκει να φωτογραφίζεται δίπλα σε διασημότητες. 2. (μτφ.) περιγράφω, προσδιορίζω κπ. ή κτ. με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο: Tο επικριτικό σχόλιο της εφημερίδας φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπουργό.
[λόγ. φωτογραφ(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. photographier < photographie = φωτογραφία· λόγ. φωτογραφ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. φωτογραφισ-]
- φωτογραφικός -ή -ό [fotoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτογραφία, που είναι κατάλληλος για φωτογραφία: Φωτογραφική μηχανή. Φωτογραφικό χαρτί. Φωτογραφική αναπαράσταση / απεικόνιση ενός αντικειμένου. Φωτογραφικό αρχείο μιας εφημερίδας. || Φωτογραφική διάτα ξη (σ΄ ένα νόμο), που προσδιορίζει σε τέτοιο βαθμό τα προσόντα που απαιτούνται (συνήθ. για την κατάληψη μιας θέσης), ώστε να ταιριάζουν σε ένα κυρίως άτομο: Kατέλαβε τη θέση με ~ διάταξη που προστέθηκε στο νόμο εκ των υστέρων. || (ως ουσ.) η φωτογραφική, η τέχνη της φωτο γραφίας.
φωτογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. photographique < photo graph(ie) = φωτογραφ(ία) -ique = -ικός]
- φωτογράφιση η [fotoγráfisi] & φωτογράφηση η [fotoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτογραφίζω, η λήψη φωτογραφίας: Aπαγορεύεται η ~ στρατιωτικών εγκαταστάσεων. H ~ της γης από δορυφόρο.
[λόγ. φωτογραφι- (φωτογραφίζω) -σις > -ση· λόγ. φωτογραφη- (φωτογραφώ) -σις > -ση]
- φωτογράφος ο [fotoγráfos] Ο18 θηλ. φωτογράφος [fotoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία (λήψη, εμφάνιση, εκτύπωση κτλ.): Επαγγελματίας / ερασιτέχνης ~.
[λόγ. < γαλλ. photo graphe < photograph(ie) = φωτογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- φωτοδότης ο [fotoδótis] Ο10 θηλ. φωτοδότρα [fotoδótra] Ο25α : 1. αυτός που δίνει, που παρέχει φως. || (ως επίθ.): Ο ~ ήλιος. 2. (μτφ.) αυτός που διαφωτίζει, που παρέχει πνευματικό φως.
[λόγ. < ελνστ. φωτοδότης· λόγ. φωτοδό(της) -τρα]
- φωτοειδησεογράφος ο [fotoiδiseoγráfos] Ο18 θηλ. φωτοειδησεογράφος [fotoiδiseoγráfos] Ο35 : ο φωτορεπόρτερ.
[λόγ. φωτο- 2 + ειδησεογράφος μτφρδ. γερμ. Ρhotoreporter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- φωτοευαίσθητος -η -ο [fotoevésθitos] Ε5 : φωτοευπαθής.
[λόγ. φωτο- 1 + ευαίσθητος μτφρδ. αγγλ. photosensitive (photo- = φωτο- 1)]
- φωτοευπαθής -ής -ές [fotoefpaθís] Ε10 : που είναι ευαίσθητος στο φως, που υφίσταται αλλοιώσεις από αυτό· φωτοευαίσθητος: ~ πλάκα / επιφάνεια. Φωτοευπαθές χαρτί / υλικό.
[λόγ. φωτο- 1 + ευπαθής μτφρδ. αγγλ. photosensitive (photo- = φωτο- 1)]



