Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.413 εγγραφές [1331 - 1340]
Φώτα τα [fóta] Ο51α : η γιορτή της βάφτισης του Xριστού, τα Θεοφάνια.

[μσν. Φώτα (στη σημερ. σημ.) πληθ. του φως]

φωταγώγηση η [fotaγójisi] Ο33 : ο (εορταστικού συνήθ. χαρακτήρα) φωτισμός χώρων, κτιρίων, δρόμων κτλ. με άπλετο φως· φωταγωγία: Aποφασίστηκε η ~ της πόλης κατά τον εορτασμό του πολιούχου αγίου.

[λόγ. φωταγωγη- (φωταγωγώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. illumination]

φωταγωγία η [fotaγojía] Ο25 : ο (εορταστικού συνήθ. χαρακτήρα) φωτισμός χώρων, κτιρίων, δρόμων κτλ. με άπλετο φως· φωταγώγηση.

[λόγ. < ελνστ. φωταγωγία `μαγική τελετή για επίτευξη υπερφυσικού φωτισμού΄ σημδ. γαλλ. illumination]

φωταγωγός ο [fotaγoγós] Ο17 : εσοχή σε όλο το ύψος ενός τοίχου ή κενός χώρος στο εσωτερικό μεγάλης συνήθ. οικοδομής, για να φωτίζονται τα εσωτερικά διαμερίσματα: H κουζίνα βλέπει στο φωταγωγό.

[λόγ. < ελνστ. φωταγωγός ἡ (ενν. θυρίς δες θυρίδα) `παράθυρο΄, μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ός]

φωταγωγώ [fotaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : φωτίζω ένα χώρο, ένα κτίριο κτλ. με πολλά φώτα, με άπλετο φωτισμό (συνήθ. σε εορταστικές περιπτώσεις): H πόλη / η βίλα ήταν φωταγωγημένη. Tο κάστρο / το πλοίο είναι φωταγωγημένο. Ο δήμος φωταγώγησε την πόλη κατά την επέτειο της απελευθέρωσής της.

[λόγ. < ελνστ. φωταγωγῶ `οδηγώ με φως΄ σημδ. γαλλ. illuminer]

φωταέριο το [fotaério] Ο42 : εύφλεκτο αέριο που παράγεται από απόσταξη λιθάνθρακα και χρησιμοποιείται για φωτισμό, θέρμανση και κίνηση· γκάζι.

[λόγ. φωτ(ο)- 1 + αέριον μτφρδ. γαλλ. gaz d΄éclairage & αγγλ. gaslight]

φωταψία η [fotapsía] Ο25 : ο φωτισμός με πολλά φώτα, με άπλετο φως· φωταγώγηση.

[λόγ. < μσν. φωταψία `άναμμα φωτός΄ κατά το ελνστ. λυχναψία `άναμμα λυχναριού΄, σημδ. γαλλ. illumination]

φωτεινός -ή -ό [fotinós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος φως, που φωτίζεται άπλετα: Φωτεινό δωμάτιο. ~ ουρανός / δρόμος. 2. που εκπέμπει φως, που φέγγει, που φωτίζει: Φωτεινή πηγή / ακτίνα / δέσμη. ~ σηματοδότης. Φωτεινά σήματα (τροχαίας). Φωτεινή επιγραφή. 3. λαμπρός, ζωηρός: Φωτει νό χρώμα. Φωτεινή ανταύγεια. || (μτφ.) λαμπερός: Φωτεινό πρόσωπο. 4. (μτφ.) που ξεχωρίζει θετικά ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις, ξεχωριστός, εξαιρετικός: Φωτεινό παράδειγμα. Mέσα στο γενικότερο κλί μα της ανηθικότητας αυτός αποτελεί φωτεινή εξαίρεση. (έκφρ.) φωτεινά διαλείμματα*. || ~ νους. Φωτεινή διάνοια. Φωτεινό μυαλό: α. για άνθρω πο που τον χαρακτηρίζει διαύγεια, ευρύτητα πνεύματος. β. για άνθρωπο που είναι ανοιχτός σε καθετί νέο, προοδευτικό. || Φωτεινή μοναρχία / δεσποτεία, η φωτισμένη. φωτεινά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. φωτεινός]

φωτεινότητα η [fotinótita] Ο28 : η ιδιότητα του φωτεινού, η λαμπρότητα. ANT σκοτεινότητα.

[λόγ. φωτειν(ός) -ότης > -ότητα]

φωτερός -ή -ό [foterós] Ε1 : (λογοτ.) ο φωτεινός.

[φωτ- (φως) -ερός]

< Προηγούμενο   1... 132 133 [134] 135 136 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες