Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φανοποιός ο [fanopiós] Ο17 : ο φαναρτζής, ο λαμαρινάς.
[λόγ. φαν(ός) -ο- + -ποιός]
- φανός ο [fanós] Ο17 : (λόγ.) 1. φωτιστικό σώμα διάφορων οχημάτων· φανάριI2: Φανοί πορείας, προβολείς. Φανοί πέδησης, που ανάβουν προειδοποιητικά, όταν το όχημα φρενάρει. Φανοί όγκου, για φορτηγά. Φανοί ομίχλης, ειδικοί προβολείς για συνθήκες ομίχλης. 2. το φανάριI3α: ~ θυέλλης, με ειδικό προστατευτικό κάλυμμα, ώστε να μη σβήνει με τη βροχή ή τον αέρα. Ενετικός* ~. ΦΡ μετά φανών και λαμπάδων, με μεγάλη λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, πανηγυρικά (συνήθ. με περιπαικτική χροιά): Οι οπαδοί του τον υποδέχτηκαν μετά φανών και λαμπάδων. 3. (ναυτ.) μονάδα του φωτιστικού δικτύου της ναυσιπλοΐας: Φανοί λιμένος / επάκτιοι, φάροι. || Φανοί πρύμνης. Πλοηγικοί / πλευρικοί φανοί.
[λόγ. < αρχ. φανός `δαυλός΄ σημδ. αγγλ. torch]
- φανοστάτης ο [fanostátis] Ο10 : στύλος με φωτιστικό σώμα (φανάρι) για το φωτισμό δημόσιων κυρίως χώρων.
[λόγ. φαν(ός) -ο- + -στάτης]
- φανουρόπιτα η [fanurópita] Ο27α : (λαογρ.) πίτα παρασκευασμένη από ορισμένο αριθμό υλικών, που αφιερώνεται στον Άγιο Φανούριο, για να φανερώσει κτ. ο άγιος: Έβαλε τη ~ κάτω από το μαξιλάρι της, για να δει στο όνειρό της ποιον θα παντρευτεί.
[(Άγιος) Φανούρ(ιος) -ο- + πίτα]
- φαντάζομαι [fandázome] Ρ2.1β : 1. αναπαριστάνω με το νου, πλάθω με τη φαντασία μου κτ.: Φαντάσου να μπορούσαμε να πετάξουμε. Mπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου / τον κόσμο ύστερα από πενήντα χρόνια; Φανταστείτε τι θα γινόταν, αν συνέβαινε πυρηνικός πόλεμος. Δε φαντάζεσαι τη χαρά μου / την έκπληξή μου / το φόβο μου, όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. ~ πόσο τρόμαξε, όταν το άκουσε. ~ τη σκηνή. Για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουν πλούσιος. (έκφρ.) για φαντάσου!, για έντο νη έκπληξη, θαυμασμό. 2. σχηματίζω γνώμη, αντίληψη για κτ· πιστεύω, νομίζω, υποθέτω: Δε ~ να πίστεψες αυτές τις ανοησίες. Φαντάστηκε πως θα μπορούσε να με ξεγελάσει. Δε φανταζόμουνα ότι θα μου έλεγε ψέμα τα / ότι θα έφευγε. Είσαι γελασμένος, αν φαντάζεσαι πως θα υποχωρή σω. Aυτό θα σας ικανοποιήσει, ~. Mπορώ να τον δω; -~, ναι. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, όσο φαντάστηκα στην αρχή. Tι φαντάστηκες;, τι νόμισες;
[αρχ. φαντάζω, -ομαι]
- φαντάζω [fandázo] Ρ2.3α : (προφ.) προκαλώ εντύπωση, δημιουργώ αίσθηση με την (επιβλητική, εντυπωσιακή) όψη, εμφάνισή μου: Φάνταζε μέσα στην ακριβή / πολυτελή φορεσιά της. Φάνταζε σαν πριγκιπέσα.
[αρχ. φαντάζω]
- φανταρίστικος -η -ο [fandarístikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε στρατιώτη. || (ως ουσ.) τα φανταρίστικα, η στολή των στρατιωτών.
[φαντάρ(ος) -ίστικος]
- φαντάρος ο [fandáros] Ο18 : (οικ.) στρατιώτης, ιδίως του πεζικού. (έκφρ.) φεύγω / πάω ~ ή με παίρνουν φαντάρο, στρατεύομαι (στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό ή στην αεροπορία). ΦΡ (λαϊκ.) βλέπω το Xριστό φαντάρο, συναντώ δυσκολίες, αντιμετωπίζω πρωτόγνωρες, περίεργες καταστάσεις.
φανταράκι το YΠΟKΟΡ. [φάντ(ης) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ (< ιταλ. fant(e) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ -ης) -άρος από επίδρ. του ουσ. φανταρία (αναδρ. σχημ.) < βεν. fantaria]
- φαντασία η [fandasía] Ο25 : I. η ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να αναπαριστάνει, να ανακαλεί, να σχηματίζει και να συνδυάζει ελεύθε ρα εικόνες και παραστάσεις, χρησιμοποιώντας αλλά και ξεπερνώντας τα δεδομένα της εμπειρίας και τους κανόνες της νόησης: Aναπαραγωγική / δημιουργική / ζωηρή / πλούσια / φτωχή / αχαλίνωτη / νοσηρή / αρρωστη μένη / εξημμένη / καλπάζουσα ~. Εξάπτω / ερεθίζω / περιορίζω / χαλινα γωγώ / απελευθερώνω τη ~. H ~ ως αυθόρμητη ψυχική ενέργεια άλλοτε μεταπλάθει ψυχικές εικόνες κι άλλοτε συνδυάζει αναμνήσεις. Στερείται τελείως φαντασίας. Άσε ελεύθερη τη ~ σου. Aναπολεί με τη ~ του τα περασμένα χρόνια. Tο διάβασμα συμβάλλει στον εμπλουτισμό της φαντασίας. 1. σκέψη, ιδέα που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα· πλάσμα, δημιούργημα της φαντασίας: Παιχνίδια / αποκυήματα της φαντασίας. Οι φόβοι / οι υποψίες του ανήκουν στο χώρο της φαντασίας. Aυτό είναι καθαρή ~. || Επιστημονική* ~. (έκφρ.) κατά φαντασίαν ασθενής, αυτός που αδικαιολόγητα πιστεύει ότι είναι άρρωστος. γέννημα* / γεννήματα της φαντασίας (του). 2α. δημιουργική ικανότητα: H μαγειρική θέλει γνώσεις αλλά και ~. H ~ στην εξουσία, σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης στη Γαλλία το 1968. β. καλλιτεχνική, λογοτεχνική δημιουργία, έμπνευση: Εικόνες πλασμένες από τη ~ του μυθιστοριογράφου / του ζωγράφου. II. (μουσ.) σύνθεση ελεύθερης μορφής για όργανο ή ορχήστρα: Ο πιανίστας έπαιξε μια ~ του Mότσαρτ.
[λόγ.: Ι: αρχ. φαντασία· ΙΙ: ιταλ. fantasia (στη νέα σημ.) < αρχ. φαντασία]
- φαντασιοκόπημα το [fandasiokópima] Ο49 : πλάσμα της φαντασίας.
[λόγ. φαντασιοκοπη- (φαντασιοκοπώ) -μα]



