Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.413 εγγραφές [1271 - 1280]
φυτορμόνη η [fitormóni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για τις φυτικές ορμόνες.

[λόγ. εν. < αγγλ. phytohormones < phyto- = φυτ(ο)- + hormones = ορμόνες]

φυτοφάγος -α / -ος -ο [fitofáγos] Ε14 : (για ζώο) που τρέφεται μόνο με φυτικές ουσίες· (πρβ. σαρκοφάγος): Ο ελέφαντας είναι φυτοφάγο ζώο. Ο άνθρωπος είναι ~ και σαρκοφάγος. || (ως ουσ.) τα φυτοφάγα.

[λόγ. < γαλλ. phytophage < phyto- = φυτο- + -phage = -φάγος]

φυτοφάρμακο το [fitofármako] Ο42 : φάρμακο που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή για την καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών· γεωργικό φάρμακο: Ορισμένα φυτοφάρμακα περιέχουν επικίνδυνες ουσίες για την υγεία.

[λόγ. φυτο- + φάρμακον]

φυτοφθείρες οι [fitofθíres] Ο25 : οι φυτόψειρες.

[λόγ. φυτο- + φθείρες (δες ψείρα)]

φυτοχημεία η [fitoximía] Ο25 : κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με τη χημική σύσταση των φυτών.

[λόγ. < γαλλ. phytochimie < phyto- = φυτο- + chimie = χημεία]

φυτόχωμα το [fitóxoma] Ο49 : χώμα που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φυτικών και ζωικών ουσιών και που, ανακατεμένο με κοινό χώμα, χρησιμοποιείται για λίπασμα σε φυτά.

[λόγ. φυτο- + χώμα]

φυτόψειρες οι [fitópsires] Ο27 : γενική ονομασία εντόμων που είναι επιβλαβή για τα φυτά.

[λόγ. φυτο- + ψείρες (πληθ. του ψείρα) προσαρμ. στη δημοτ. του φυτοφθείρες]

φύτρα η [fítra] Ο25 : 1. το φύτρο. 2. (μτφ.) το γένος, η καταγωγή, το σόι (κυρ. υβρ.): Nα πάρει ο διάολος τη ~ σου!

[ελνστ. φύτρα]

φύτρο το [fítro] Ο39 : 1. το φυτικό έμβρυο που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα και που σχηματίζει, όταν βλαστήσει, το στέλεχος του φυτού. 2. το βλάστημα, το πολύ νεαρό φυτό που μόλις έχει βλαστήσει.

[φυτρ(ώνω) -ο (αναδρ. σχημ.)]

φύτρωμα το [fítroma] Ο49 : 1. η βλάστηση, η διαδικασία κατά την οποία το σπέρμα αναπτύσσεται σε ολοκληρωμένο φυτό. 2. εμφάνιση, ανάπτυξη.

[φυτρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 126 127 [128] 129 130 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες