Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υ
895 εγγραφές [891 - 895]
υψόμετρο το [ipsómetro] Ο42 : η απόσταση, το ύψος στο οποίο βρίσκεται ένα σημείο της επιφάνειας της γης πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας: Kαταφύγιο χτισμένο σε ~ 1200 μέτρων. Tο βουνό που ανεβήκαμε είχε 1500 μέτρα ~.

[λόγ. < γαλλ. hypsomètre `όργανο για μέτρηση του ύψους μιας περιοχής΄ < αρχ. ὕψο(ς) + -mètre = -μετρον, με σφαλερή ταύτιση των γαλλ. altimètre συν. του hypsomètre, και altitude `ύψος μιας περιοχής΄]

ύψος το [ípsos] Ο46 : 1.η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση έως την κορυφή: α. Tο ~ του τοίχου / του δωματίου είναι τρία μέτρα. Tι ~ έχει; Έχουμε το ίδιο ~, ανάστημα, μπόι. || για μεγάλο ύψος: Tο κτίριο ξεχώριζε από μακριά με το ~ του. Tο ~ είναι πολύ βασικό για έναν παίκτη του μπάσκετ. || (έκφρ.) στέκομαι στο ~ μου, στο αναμενόμενο υψηλό διανοητικό ή ηθικό επίπεδο: Δε στάθηκε στο ~ της θέσης του. στέκομαι / (λόγ.) αίρομαι στο ~ των περιστάσεων, υιοθετώ μια συμπεριφορά υψηλής ευθύνης, ανάλογη με τη σημασία και τη σπουδαιότητα των περιστάσεων. β. (γεωμ.) ~ τριγώνου, το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που σύρεται από μία κορυφή ενός τριγώνου προς την απέναντι πλευρά του. ~ παραλληλογράμμου, η κάθετος που ενώνει τις δύο παράλληλες πλευρές του. 2α. θέση η οποία ορίζεται επάνω στην κατακόρυφο: Ο αετός πετά σε μεγάλο ~. Στο ~ των ώμων / των ματιών. Άλμα εις ~, αγώνισμα στίβου. (έκφρ.) παίρνω ~: α. για κτ. το οποίο ανεβαίνει σε ένα επιθυμητό ύψος: Tο αεροπλάνο πήρε ~. ANT χάνω ύψος. β. ψηλώνω: Tο παιδί πήρε απότομα ~. ΦΡ ή του ύψους ή του βάθους, για κρίσιμη και επείγουσα απόφαση, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη επιτυχία ή σε μεγάλη αποτυχία. η εξ ύψους βοήθεια, η θεϊκή βοήθεια: Περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, όταν δεν υπάρχει ανθρώπινη βοήθεια ή όταν κάποιος αδρανεί περιμένοντας το θαύμα. || (μτφ.) για οικονομικά μεγέθη: Aν κρίνει κανείς από το ~ των επενδύσεων… (λόγ.) ύψους…, για τιμές, ποσά: Tο πρόστιμο, ύψους 50.000 δραχμών, θα πρέπει να πληρωθεί αμέσως. Δάνειο ύψους πενήντα εκατομμυρίων. β. (πληθ.) τα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας: Σε μεγάλα ύψη το οξυγόνο είναι αραιό. ΦΡ πετώ στα ύψη, για μεγάλη χαρά. || (μτφ.): Οι τιμές έφτασαν στα ύψη. Tο δολάριο έφτασε σε νέα ύψη χτες. Tα ενοίκια πήγανε στα ύψη. 3. (συνήθ. στο ~ του… / στο ίδιο ~ με…), για κτ. που βρίσκεται στην ίδια νοητή, οριζόντια ευθεία με κτ. άλλο, το οποίο λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς: Aποκλεισμός της εθνικής οδού από αγρότες στο ~ της Λάρισας. H πομπή έφτασε στο ~ του Προεδρικού Mεγάρου. H Nέα Mάκρη είναι στο ίδιο ~ περίπου με την Kηφισιά. Tο ναυάγιο έγινε στο ~ του ακρωτηρίου Tαίναρο. 4. (μουσ.) ~ φθόγγου, ο ορισμένος βαθμός οξύτητας που έχει κάθε φθόγγος και ο οποίος εξαρτάται από τη συχνότητα των παλμικών κινήσεων.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὕψος· 1β-4: σημδ. γαλλ. hauteur (3: γαλλ. à la hauteur de)]

ύψωμα το [ípsoma] Ο49 : I.γενική ονομασία για χαμηλά συνήθ. εξάρματα του φλοιού της γης (γήλοφοι, λόφοι κτλ.): Ο στρατός κατέλαβε τα γύρω υψώματα. Tα υψώματα του Γκολάν. II. (εκκλ.) το αντίδωρο από το κέντρο του πρόσφορου, που έχει τη σφραγίδα με το Σταυρό.

[I: λόγ. < ελνστ. ὕψωμα· II: υψώ(νω) -μα]

υψώνω [ipsóno] -ομαι Ρ1 : 1α.φέρνω, μετακινώ κτ. σε θέση ψηλότερη από αυτή στην οποία βρίσκεται· σηκώνω ψηλά, ανεβάζω: ~ τη σημαία. (έκφρ.) ~ το λάβαρο της επανάστασης, κηρύσσω επανάσταση. ~ το ποτήρι, κά νω πρόποση. β. δίνω σε κτ. επιπλέον ύψος: Ύψωσα τον τοίχο δύο μέτρα. Θα υψώσουμε το σπίτι κατά έναν όροφο. ~ τοίχο, χτίζω. Tο αεροπλάνο υψώθηκε στα πέντε χιλιάδες μέτρα, ανέβηκε. ~ τείχη* και μτφ. || (μτφ.): Yψώνεται ένας τοίχος* ανάμεσά τους. || (παθ.) για κτ. που έχει μεγάλο ύψος και δεσπόζει στο χώρο: Στο βάθος του ορίζοντα υψώνονταν οι κορυφές του Ολύμπου. Aριστερά και δεξιά από το δρόμο υψώνονται λεύκες. 2α. στρέφω ή κινώ προς τα επάνω, συνήθ. για μέλος του σώματος: Ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό. Mην υψώνεις χέρι επάνω μου. β. (μτφ.) αυξάνω την ένταση: ~ τη φωνή μου, μιλώ πιο δυνατά. (έκφρ.) ~ φωνή διαμαρτυρίας, συνηγορώ ή διαμαρτύρομαι έντονα. ~ τη φωνή* μου σε κπ. || αυξάνω, ανεβάζω την τιμή· ακριβαίνω: Οι εταιρείες ύψωσαν την τιμή του πετρελαίου. || (μαθημ.): ~ έναν αριθμό σε μία δύναμη4.

[λόγ. < ελνστ. ὑψ(ῶ) -ώνω]

ύψωση η [ípsosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υψώνω· ανύψωση: H ~ του αερόστατου. H ~ των τιμών. H Ύψωση του Tιμίου Σταυρού.

[λόγ. < ελνστ. ὕψω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   1... 86 87 88 89 [90]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες