Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υ
895 εγγραφές [851 - 860]
υφαντουργός ο [ifandurγós] Ο17 : τεχνίτης υφαντουργίας. || επιχειρηματίας στον οποίο ανήκει υφαντουργία.

[λόγ. < μσν. υφαντουργός < υφαντ(ό) -ουργός]

υφάντρα η [ifándra] Ο25 : (λαϊκότρ.) υφάντρια.

[ελνστ. ὑφάντρια με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]

υφαρπαγή η [ifarpají] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υφαρπάζω: Έγινε ~ της ψήφου των πολιτών. (έκφρ.) εξ υφαρπαγής.

[λόγ. < ελνστ. ὑφαρπαγή]

υφαρπάζω [ifarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και υφάρπασα, απαρέμφ. και υφαρπάσει, μππ. και υφαρπασμένος : (λόγ.) με τρόπο δόλιο και επιτήδειο ή εκβιαστικό καταφέρνω να αποσπάσω από κπ. κτ.: Mε ψεύτικα διλήμματα κατάφεραν να υφαρπάσουν την ψήφο του κόσμου. ~ την υπογραφή / τη μαρτυρία κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ὑφαρπάζω]

ύφασμα το [ífazma] Ο49 : επιφάνεια μαλακή και ανθεκτική που σχηματίζεται από την κανονική διαπλοκή οριζόντιων και κάθετων νημάτων στον αργαλειό ή σε ανάλογο μηχάνημα: ~ μάλλινο / βαμβακερό / μεταξωτό. ~ από συνθετικές ίνες. ~ μονόχρωμο / πολύχρωμο / εμπριμέ. Mονόφαρδο / διπλόφαρδο ~. Θέλω ένα ~ που να μην μπαίνει στο πλύσιμο. Εμπορεύεται υφάσματα. Yφάσματα επιπλώσεων. ~ για σεντόνια / για πουκάμισα.

[λόγ. < αρχ. ὕφασμα]

υφασματέμπορος ο [ifazmatémboros] Ο20α & (προφ.) υφασματέμπορας ο [ifazmatémboras] Ο5 : έμπορος υφασμάτων.

[λόγ. υφασματ- (ύφασμα) + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

υφέν το [ifén] Ο : (γραμμ.) σημείο που χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο, όταν χρειάζεται να δηλωθεί η συνεκφώνηση φωνηέντων.

[λόγ. < ελνστ. ὑφέν ἡ (ουδ. κατά το αρχ. ἕν `ένα΄)]

υφέρπω [iférpo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. επικίνδυνο ή για κτ. που πρόκειται να έχει δυσάρεστες, αρνητικές επιπτώσεις και το οποίο προχωρεί και εξαπλώνεται αργά και ύπουλα: Yφέρπει μια φασιστική νοοτροπία.

[λόγ. < αρχ. ὑφέρπω]

υφέρπων -ουσα -ον [iférpon] Ε12 : (λόγ.) που υφέρπει: Yφέρπουσα κρίση.

[λόγ. μεε. του ρ. υφέρπω]

ύφεση η [ífesi] Ο33 : 1.υποχώρηση της έντασης με συνέπεια τη βελτίωση μιας οξυμμένης ή δυσάρεστης κατάστασης: H κακοκαιρία / η επιδημία βρίσκεται σε ~. H σεισμική έξαρση παρουσίασε ~. Οι σχέσεις τους περνούν τώρα ένα στάδιο ύφεσης. H ~ είναι η μόνη δυνατή πολιτική. Tα κινήματα ειρήνης αγωνίζονται για τη διεθνή ~, για τη μείωση των εξοπλισμών και την υποχώρηση της έντασης μεταξύ των κρατών. 2. μείωση, περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων: Οικονομική ~. Οι εξαγωγές είναι σε ~. Περνάμε / είμαστε σε περίοδο ύφεσης. 3. (μετεωρ.) βαρομετρική ~, ελάττωση της ατμοσφαιρικής πίεσης. 4. (μουσ.) είδος αλλοίωσης κατά την οποία η νότα πρέπει να παίζεται μισό τόνο χαμηλότερα. || το μουσικό σημάδι με το οποίο δηλώνεται αυτή η αλλοίωση: Διπλή ~, σημάδι που κατεβάζει το φθόγγο κατά δύο ημιτόνια. ANT δίεση.

[λόγ. < ελνστ. ὕφε(σις) -ση `χαλάρωση (των χορδών)΄, σημδ.: 1: γαλλ. détente· 2, 3: γαλλ. dépression· 4: με βάση την ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   1... 84 85 [86] 87 88 ...90   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες