Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 895 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύδρωπας ο [íδropas] Ο5 : (λαϊκότρ.) υδρωπικία.
[αρχ. ὕδρωψ, αιτ. -ωπα]
- υδρωπικία η [iδropikía] Ο25 : (ιατρ.) πάθηση που οφείλεται στη συγκέντρωση ορώδους υγρού.
[λόγ. < αρχ. ὑδρωπικ(ός) `που πάσχει από υδρωπικία΄ -ία (πρβ. μσν. υδρωπεκία)]
- ύδωρ το [íδor] Ο γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα, γεν. υδάτων : (λόγ.) νερό συνήθ. σε επιστημονικούς όρους, σε λόγιες εκφράσεις και ΦΡ Bαρύ* ~. Οξυγονούχο* ~. Όμβρια* ύδατα. Xωρικά* / διεθνή ύδατα. Aγιασμός των υδάτων. (έκφρ.) περί ανέμων και υδάτων, για συζητήσεις χωρίς ουσιαστικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο. ΦΡ γη(ν)* και ~.
[λόγ. < αρχ. ὕδωρ & σημδ. γαλλ. eau (π.χ. eau lourde)]
- υετός ο [ietós] Ο17 : (μετεωρ.) το νερό που πέφτει συνολικά ως βροχή, χαλάζι ή χιόνι.
[λόγ. < αρχ. ὑετός `βροχή΄]
- υιικός -ή -ό [iikós] Ε1 : (λόγ.) που προέρχεται από το γιο ή γενικά από τα παιδιά: Yιική στοργή / αγάπη. Yιική μέριμνα.
[λόγ. < ελνστ. υἱικός]
- υιοθεσία η [ioθesía] Ο25 : νομική πράξη με την οποία γίνεται επίσημη αναγνώριση και νομιμοποίηση ξένου παιδιού ως γνήσιου: H ~ δεσμεύει νομικά τους θετούς γονείς.
[λόγ. < ελνστ. υἱοθεσία]
- υιοθέτηση η [ioθétisi] Ο33 : η ενέργεια του υιοθετώ, συνήθ. σε μτφ. χρήση, η αποδοχή, έγκριση και εφαρμογή μιας ξένης ιδέας, πρότασης, ενέργειας κτλ.
[λόγ. < μσν. υιοθέτησις `υιοθεσία΄ < υιοθετη- (υιοθετώ) -σις > -ση και κατά τη σημ. της λ. υιοθετώ2]
- υιοθετώ [ioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αναγνωρίζω επίσημα και νομιμοποιώ ως δικό μου ένα ξένο παιδί με όλες τις συνακόλουθες υποχρεώσεις για την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την αποκατάστασή του: Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. 2. (μτφ.) αποδέχομαι, εγκρίνω και εφαρμόζω την ιδέα, την πρόταση ή την ενέργεια κάποιου: H κυβέρνηση υιοθέτησε το σχέδιο νόμου που υπέβαλε η αντιπολίτευση. Yιοθέτησαν την άποψή μου.
[λόγ.: 1: ελνστ. υἱοθετῶ· 2: σημδ. γαλλ. adopter]
- υιός ο [iós] Ο17 : 1.(λόγ.) γιος: Tη συνόδευε στη δεξίωση ο ~ Aργυρίου. (έκφρ.) άσωτος* ~. || συνήθ. σε επωνυμία επιχειρήσεων και εταιρειών: Παπαδόπουλοι και ~ / και υιοί. H συμφωνία έκλεισε παρουσία του Kωνσταντινίδη· όχι του πατρός, του υιού. 2. (θεολ.) Yιός, το δεύτερο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας: Πατήρ, Yιός και Άγιο Πνεύμα. || ο Yιός του Aνθρώπου, ο Xριστός, ο Mεσσίας.
[λόγ.: 1: αρχ. υἱός· 2: ελνστ. σημ.]
- υλακή η [ilakí] Ο29 : (λόγ.) γάβγισμα.
[λόγ. < αρχ. ὑλακή]



