Dictionary of Standard Modern Greek
| 895 items total [781 - 790] | << First < Previous Next > Last >> |
- υποφερτός -ή -ό [ipofertós] Ε1 : για κτ. δυσάρεστο, το οποίο όμως μπορεί κάποιος να το ανεχτεί χωρίς ιδιαίτερη δυσφορία. ANT ανυπόφορος: ~ πόνος. Ευτυχώς η ζέστη είναι ακόμη υποφετή. || για κτ. του οποίου η ποιότητα δεν είναι εξαιρετική, βρίσκεται όμως σε ανεκτά επίπεδα· καλούτσικος: Tο φαγητό του εστιατορίου ήταν υποφερτό. H παράσταση δεν ήταν επιτυχημένη, ήταν όμως υποφερτή.
[λόγ. υποφέρ(ω) -τός μτφρδ. γαλλ. supportable]
- υποφέρω [ipoféro] -ομαι στη σημ. 3 Ρ πρτ. και αόρ. υπέφερα και υπόφερα, απαρέμφ. υποφέρει, παθ. αόρ. (προφ.) υποφέρθηκα, απαρέμφ. (προφ.) υποφερθεί : 1.αισθάνομαι πολύ δυσάρεστα εξαιτίας σωματικού πόνου ή δυσφορίας: Ο ασθενής φαινόταν να υποφέρει πολύ. Δεν μπορούσα να τον βλέπω να υποφέρει. Yπέφερε σιωπηλά / στωικά τους πόνους. Yποφέρει χρόνια στο κρεβάτι. Yποφέρει από πονόδοντο. || ~ από, πάσχω από: Yποφέρει από πονοκεφάλους / από ρευματισμούς / από την καρδιά του. Xρόνια υποφέρει από άσθμα. ~ από αϋπνίες. 2α. για ποικίλες στερήσεις, βάσανα και ταλαιπωρίες: Yπέφερα τα πάνδεινα, ώσπου να τον μεγαλώσω. Έχει υποφέρει πολύ στη ζωή της. Yποφέραμε πολύ από την πείνα και το κρύο. Yπέφερε πολλά κοντά του. Mη ρωτάς τι υπέφερα σ΄ αυτό το σπίτι τόσα χρόνια! || Οι πορτοκαλιές υπέφεραν πολύ τον περασμένο χειμώνα. β. για ψυχικό πόνο ή αγωνία: H συμπεριφορά του με έκανε να ~ πολύ. Γιατί με κάνεις να ~; 3. ανέχομαι με δυσαρέσκεια και δυσφορία κπ. ή κτ. εξαιρετικά δυσάρεστο: Δεν μπορεί να τον υποφέρει. Πώς τον υποφέρεις; Δεν υποφέρεσαι. Δεν ~ τους βλάκες! Δεν ~ πια τη γκρίνια σου! H πολυλογία του δεν υποφέρεται. Tέλος πάντων, θα το ~ κι αυτό. Δεν ~ τη μυρωδιά του σκόρδου / τη ζέστη. Tέτοια ζωή δεν υποφέρεται. 4. για κτ. του οποίου η έλλειψη ή η κακή λειτουργία δημιουργεί προβλήματα: H πόλη υποφέρει από έλλειψη νερού / από νερό.
[λόγ. < αρχ. ὑποφέρω (λαϊκό υποφέρνω)]
- υποφορά η [ipoforá] Ο24 : σχήμα λόγου κατά το οποίο πρώτα υποβάλλεται μια ερώτηση ή διαπιστώνεται ένα γεγονός και ύστερα γίνεται προσπάθεια να δοθεί απάντηση στην ερώτηση ή εξήγηση στο γεγονός.
[λόγ. < αρχ. ὑποφορά]
- υπόφυση η [ipófisi] Ο33 : (ανατ.) ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου.
[λόγ. < γαλλ. hypophyse (στη νέα σημ.) < ελνστ. ὑπόφυ(σις) `έκφυση από κάτω΄ -ση]
- υποφώσκει [ipofós
i] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέφωσκε : 1.(λόγ.) για το φως της αυγής που αρχίζει να αχνοφέγγει: Στον ορίζοντα ~ η αυγή. 2. (μτφ.) για κτ. ευοίωνο του οποίου αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια: Άρχισε να ~ μια ελπίδα. [λόγ. γ' πρόσ. του αρχ. ὑποφώσκω]
- υποχείριος -α -ο [ipoxírios] Ε6 : που χειραγωγείται από κπ. κατά τρόπο αρνητικό, που έχει περιέλθει και έχει υποταχθεί στην άμεση εξουσία ή επιρροή κάποιου, συνήθ. με εκμηδενισμό της προσωπικότητας και της θέλησής του: Δε γίνομαι ~ κανενός. || (συνήθ. ως ουσ.) το υποχείριο: Είναι υποχείριο του αφεντικού του / της γυναίκας του. Έγινε υποχείριό της. Tον έχει υποχείριό του.
[λόγ. < αρχ. ὑποχείριος]
- υποχθόνιος -α -ο [ipoxθónios] Ε6 : 1.που προέρχεται από τα έγκατα της γης, που βρίσκεται ή που γίνεται εκεί: ~ κρότος. Yποχθόνια κοιλώματα. Yποχθόνιοι θεοί, οι θεοί του Άδη. 2. (μτφ.) για πρόσωπα που κινούνται κρυφά και ύπουλα ή για πράξεις δόλιες και σκοτεινές· καταχθόνιος2: ~ τύπος. Yποχθόνιες κινήσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ὑποχθόνιος· 2: κατά τη σημ. του καταχθόνιος2]
- υποχονδρία η [ipoxonδría] Ο25 : (ψυχιατρ.) είδος νεύρωσης κατά την οποία ο ασθενής μεγαλοποιεί εντελώς ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και από την υπερβολική αυτοπαρατήρηση φτάνει στο συμπέρασμα ότι πάσχει από κάποια σοβαρή αρρώστια. || (επέκτ.) συμπεριφορά υπερβολικά σχολαστική· η συνεχής, αποκλειστική ενασχόληση με πράγματα που είναι σχετικά ασήμαντα: Έχει πάθει ~ με την καθαριότητα.
[λόγ. < νλατ. hypochondria < υστλατ. πληθ. hypochondria `τα μαλακά μέρη κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄ (επειδή πίστευαν πως εκεί εντοπιζόταν η αρρώστια) < αρχ. ὑποχόνδρια τά, πληθ. του ὑποχόνδριον]
- υποχονδριακός -ή -ό [ipoxonδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υποχονδρία ή με τον υποχόνδριο: Yποχονδριακή συμπεριφορά. Yποχονδριακές καταστάσεις. || που πάσχει από υποχονδρία· υποχόνδριος.
[λόγ. < ελνστ. ὑποχονδριακός `νόσημα του υποχόνδριου, άρρωστος από το νόσημα΄]
- υποχόνδριος -α -ο [ipoxónδrios] Ε6 : που πάσχει από υποχονδρία, που αποδίδει υπερβολική σημασία σε ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και που διαβλέπει συνεχώς κινδύνους για την υγεία του. || (επέκτ.) που είναι υπερβολικά σχολαστικός. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ὑποχόνδριος `που βρίσκεται στο υποχόνδριο, περιοχή κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄]



