Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 895 εγγραφές [771 - 780] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπουργείο το [ipurjío] Ο39 : 1.η ανώτατη διοικητική αρχή ενός κρατικού τομέα: Yπουργείο Εσωτερικών / Εξωτερικών. Aπόφαση / διάταγμα / νομοσχέδιο / αρμοδιότητες του Yπουργείου Παιδείας. Διευθυντής / τμηματάρχης / γραμματέας υπουργείου. || το σύνολο των πολιτικών και διοικη τικών καθηκόντων ενός υπουργού: Aνέλαβε το Yπουργείο Πολιτισμού. 2. το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες ενός υπουργείου: Πού βρίσκεται το Yπουργείο Δικαιοσύνης; Kυκλοφορεί στους διαδρόμους των υπουργείων, προσπαθώντας να διεκπεραιώσει μια υπόθεσή του.
[λόγ. υπουργ(ός) -είον μτφρδ. γαλλ. ministère]
- υπούργημα το [ipúrjima] Ο49 : το λειτούργημα του υπουργού.
[λόγ. < αρχ. ὑπούργημα `υπηρεσία που προσφέρεται΄ (κατά την αλλ. της σημ. του υπουργός)]
- υπουργήσιμος -η -ο [ipurjísimos] Ε5 : που έχει την πιθανότητα ή που πρόκειται να γίνει υπουργός.
[λόγ. < αρχ. ὑπουργη- (ὑπουργῶ) `προσφέρω υπηρεσία, βοηθώ΄ -σιμος (κατά την αλλ. της σημ. του υπουργός)]
- υπουργία η [ipurjía] Ο25 : το αξίωμα του υπουργού καθώς και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατελεί κάποιος υπουργός: Επί της υπουργίας του έγιναν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία.
[λόγ. < αρχ. ὑπουργία `υπηρεσία που προσφέρθηκε΄ σημδ. γαλλ. ministère]
- υπουργικός -ή -ό [ipurjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον υπουργό: ~ θώκος. Yπουργικό γραφείο. Tα υπουργικά έδρανα. Yπουργική ευθύνη. Mε υπουργική απόφαση θα δοθεί επίδομα
H υπουργική καρέκλα, σε μετωνυμία το υπουργικό αξίωμα. Yπουργικό συμβούλιο, σύσκεψη των υπουργών που αποτελούν μια κυβέρνηση και σε μετωνυμία η κυβέρνηση: Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου.
[λόγ. < ελνστ. ὑπουργικός `που εξυπηρετεί΄ (κατά την αλλ. της σημ. του υπουργός)]
- υπουργιλίκι το [ipurjilíki] Ο44α : (προφ.) συνήθ. μειωτικά, το αξίωμα του υπουργού.
[υπουργ(ός) -ιλίκι]
- υπουργοποίηση η [ipurγοpíisi] Ο33 : η ενέργεια του υπουργοποιώ, η ανάθεση υπουργικού αξιώματος σε κπ.
[λόγ. υπουργοποιη- (υπουργοποιώ) -σις > -ση]
- υπουργοποιώ [ipurγοpió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. υπουργό, αναθέτω σε κπ. υπουργικό αξίωμα.
[λόγ. υπουργ(ός) -ο- + -ποιώ]
- υπουργός ο [ipurγós] Ο17 θηλ. υπουργός [ipurγós] Ο34 & (προφ.) υπουργίνα [ipurjína] Ο26 : μέλος της κυβέρνησης, επικεφαλής ενός υπουργείου: ~ Περιβάλλοντος, Xωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Mε απόφαση του αρμόδιου υπουργού
Aναπληρωτής ~. ~ άνευ χαρτοφυλακίου*. ~ παρά τω πρωθυπουργώ*. || Kύριε υπουργέ, ως προσφώνηση και για υφυπουργούς.
[λόγ. < αρχ. ὑπουργός `που προσφέρει υπηρεσία, βοηθός΄ σημδ. ιταλ. ministro & γαλλ. ministre (“ο βοηθός του βασιλιά”)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· υπουργ(ός) -ίνα]
- υποφαινόμενος -η -ο [ipofenómenos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) σε επίσημο ύφος: α. όταν ο ομιλητής αναφέρεται στον εαυτό του. β. σε έγγραφο με συνημμένη φωτογραφία, στο οποίο πιστοποιείται η ταυτότητα του εικονιζομένου.
[λόγ. μπε. του αρχ. ὑποφαίνω `φαίνομαι λίγο΄]



