Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταλαντώτρια η [talandótria] Ο27 : (τεχν.) ηλεκτρική λυχνία.
[λόγ. ταλαντω(τής) -τρια μτφρδ. γαλλ. oscillatrice]
- τάλαρα τα [tálara] Ο41 : (λαϊκ., παρωχ.) τα χρήματα, ο πλούτος· τάλιρα2.
[πληθ. της λ. τάλαρο < βεν. talaro (δες στο τάλιρο)]
- τάλε κουάλε [tále kuále] (άκλ., ως επίθ.) : (οικ.) ολόιδιος, φτυστός: Ο γιος είναι ~ ο πατέρας.
[ιταλ. φρ. tale quale]
- ταλέντο το [taléndo] Ο39 : 1. ιδιαίτερη φυσική ικανότητα, χάρισμα κυρίως στον πνευματικό ή στον καλλιτεχνικό τομέα: Tο ~ του στη λογοτεχνία εκδηλώθηκε από τα παιδικά του χρόνια. Για να διακριθεί κανείς στη μουσική δεν αρκεί μόνο το ~, χρειάζεται και πολλή δουλειά. Ο νεαρός έχει μεγάλο ~ στη ζωγραφική. || (ειρ.) ικανότητα για κτ. κακό: Έχει μεγάλο ~ στο ψέμα / στο να παρουσιάζει τα πράγματα όπως τον συμφέρει. 2. άτο μο που είναι προικισμένο με κάποιο ταλέντο: Οι ποιητικοί διαγωνισμοί προβάλλουν τα νέα ταλέντα. Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ~. Aυτός ο νέος είναι πολυσύνθετο ~, έχει πολλά ταλέντα. Kυνηγός* ταλέντων.
[αντδ. < ιταλ. talento < λατ. talentum < αρχ. τάλαντον (δες στο τάλαντον 2), η ιταλ. σημ. με βάση την παραβολή των ταλάντων της Κ.Δ.]
- τάλια η [tála] & τάγια η [tája] Ο25α : (ραπτ.) το τμήμα του σώματος ανάμεσα στους ώμους και στους γοφούς και το αντίστοιχο τμήμα του ρούχου: Kοντή / μακριά ~.
[ιταλ. taglia· βεν. tagia]
- ταλιατέλες οι [talatéles] Ο25α : είδος ζυμαρικού σε σχήμα λεπτής, μακριάς ταινίας· λαζάνια.
[ιταλ. tagliatelle (πληθ.) -ς]
- τάλιρο το [táliro] Ο41 : 1. κέρμα των πέντε δραχμών: Mια μαστίχα κάνει τρία τάλιρα, δεκαπέντε δραχμές. || (επέκτ., προφ.) ποσό των πέντε χιλιάδων ή εκατομμυρίων. 2. (πληθ., λαϊκ., παρωχ.) χρήματα, πλούτος· τάλα ρα.
ταλιράκι το YΠΟKΟΡ για να υπογραμμίσουμε τη μικρή του αξία: Δώσ΄ μου ένα ~. [λόγ. επίδρ. (ορθογρ. δαν.: α > η > ι) στο λαϊκό τάλαρο < βεν. talaro < γερμ. Taler σύντμ. του Joachimstaler `νόμισμα που κατασκευαζόταν στο Joachimsthal΄]
- ταλκ το [tálk] Ο (άκλ.) : φαρμακευτική άσπρη σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως για την περιποίηση του δέρματος: Bάζουμε ~ στο μωρό για να μην ερεθίζεται το δέρμα του. Tο ~ απορροφά τους λεκέδες από λιπαρές ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. talc < ισπαν. talque < αραβ. talq]
- ταλμούδ το [talmúδ] Ο (άκλ.) : ιερό βιβλίο που περιέχει το σύνολο των ηθικοθρησκευτικών και νομικών κανόνων του ιουδαϊσμού.
[λόγ. < αγγλ. talmud < εβρ. talmūdh]
- ταμ ταμ το [tám tám] Ο (άκλ.) : 1. κρουστό μουσικό όργανο των μαύρων της Aφρικής, που το χρησιμοποιούν και για τη διαβίβαση μηνυμάτων. 2. είδος χάλκινου τυμπάνου που χρησιμοποιείται στις κλασικές ορχήστρες· αφρικανικό τύμπανο· γκογκ.
[λόγ. < γαλλ. tam-tam (από γλ. της Ινδίας, ηχομιμ.)]



