Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ
2.044 εγγραφές [51 - 60]
τάισμα το [táizma] Ο49 : η ενέργεια του ταΐζωI1: Tο παιδί θέλει ~. Είναι κακόφαγος και με κουράζει στο ~.

[ταϊσ- (ταΐζω) -μα]

ταΐστρα η [taístra] & ταγίστρα η [tajístra] Ο25 : 1. σακούλι που κρεμιέται από το κεφάλι των ζώων και που περιέχει την τροφή τους. 2α. ειδικός χώρος ή σκεύος όπου τοποθετείται η τροφή ζώων ή πτηνών: Γέμισε την ~ του κλουβιού για να φάει το καναρίνι. β. στα πτηνοτροφεία, σύστημα με το οποίο η τροφή φτάνει στις κότες χωρίς να μεσολαβεί ο άνθρωπος.

[ταισ- (ταΐζω), ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρα]

τακ τακ [ták ták] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το θόρυβο που δημιουργείται, όταν χτυπάει κτ. επάνω σε μια ξύλινη κυρίως επιφάνεια. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ στην πόρτα.

[ηχομιμ. ή < τουρκ. tac (ηχομιμ.)]

τάκα τάκα [táka táka] επίρρ. χρον. : (οικ.) αμέσως, γρήγορα γρήγορα: Θα τελειώσουμε ~ / στο ~· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε· στο πι και φι· στα γρήγορα.

[ίσως ιταλ. tacca tacca `έτσι κι έτσι΄ ή τουρκ. takatuka `θόρυβος΄]

τακίμι το [takími] Ο44 : (λαϊκ.) ταίρι, συνήθ. στην έκφραση γίναμε τακίμια, ταιριάσαμε, γίναμε κολλητοί φίλοι.

[τουρκ. takιm ]

τακιμιάζω [takimázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ταιριάζω με κπ., γίνομαι κολλητός φίλος με κπ.: Tακίμιασαν οι δυο τους.

[τακίμ(ι) -ιάζω]

τάκλιν το [táklin] Ο (άκλ.) : (ποδ.) διεκδίκηση, αφαίρεση της μπάλας από τον αντίπαλο, με έντονο αλλά επιτρεπόμενο από τους κανονισμούς τρό πο: Έπεσε στα πόδια του με ~ και του πήρε την μπάλα. Ο διαιτητής χαρακτήρισε φάουλ το επικίνδυνο / το βίαιο ~ του αμυντικού παίκτη.

[αγγλ. tackling]

τάκος ο [tákos] Ο18 : 1. κομμάτι ξύλου για υποστήριξη. α. τετράγωνο κομματάκι ξύλου, που το τοποθετούν μέσα στον τοίχο για να καρφώσουν κτ. πιο στέρεα: Επάνω στους τάκους πιάνουν οι βίδες και τα καρφιά πιο γερά. ΦΡ μου ΄φυγε ο ~, κουράστηκα πολύ, ξεθεώθηκα. β. μεγάλο κομμάτι ξύλου ή ειδικά κατασκευασμένο αντικείμενο με επικλινή τη μία πλευ ρά του, που το τοποθετούν για να ακινητοποιήσουν κτ.: Έβαλαν έναν τάκο κάτω από τον τροχό. 2. (στρατ., προφ.) η αναφορά: Bγάζω κπ. στον τάκο, τον αναφέρω. τακάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός τάκος1. 2. τακάκια φρένων, εξάρτημα του μηχανισμού των φρένων.

[βεν. taco `κομμάτι ξύλο ή μέταλλο για υποστήριξη΄ ]

τάκου τάκου [táku táku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το θόρυβο που κάνει ο αργαλειός όταν δουλεύει.

[ηχομιμ. τακ -ου με ανάπτ. φων. για δημιουργία συλλαβικής δομής και ειδικά του [u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]

τακούνι το [takúni] Ο44 : 1α. κομμμάτι από δέρμα, λάστιχο ή ξύλο που τοποθετείται στο πίσω μέρος της σόλας του παπουτσιού και το ανυψώνει στο σημείο όπου ακουμπάει η φτέρνα: Ψηλό / χαμηλό ~. ~ λεπτό / χοντρό. β. ειδική επένδυση, από δέρμα ή από λάστιχο, της επιφάνειας του τακουνιού που ακουμπάει στο έδαφος: Έδωσα τα παπούτσια στον τσαγκάρη για να τους αλλάξει σόλες και τακούνια. 2. (τεχν., πληθ.) τα δύο στεφάνια που συγκρατούν το λάστιχο του τροχού στη ζάντα. τακουνά κι το YΠΟKΟΡ Iα. χαμηλό τακούνι γυναικείου παπουτσιού. β. (ειρ.) τακούνι πολύ ψηλό και λεπτό: Ήρθε κουνιστή και λυγιστή χτυπώντας τα τακουνάκια της. II. (ποδ.) το χτύπημα της μπάλας με το πίσω μέρος του παπουτσιού. τακουνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[ιταλ. taccon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες