Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ
2.044 εγγραφές [31 - 40]
ταγκό το [taŋgó] Ο (άκλ.) : χορός, με αργό ρυθμό, που προέρχεται από την Aργεντινή και χορεύεται από ζευγάρια: Οι δύο νέοι λικνίζονταν στο ρυθμό του ~.

[λόγ. < γαλλ. tango < ισπαν. tango]

ταγκός -ή -ό [taŋgós] Ε1 : (για λιπαρές ουσίες) που έχει αλλοιωθεί και έχει αποκτήσει δυσάρεστη γεύση και μυρωδιά· τσαγκός1: Tαγκό λάδι / βούτυρο.

[ελνστ. ταγγός (ορθογρ. απλοπ.)]

τάγμα το [táγma] Ο48 : 1. η βασική στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς (ιδιαίτερα για το πεζικό, το μηχανικό, τις διαβιβάσεις και ορισμένα σώματα), που αποτελείται συνήθ. από τέσσερις λόχους. || Tάγματα ασφαλείας, ένοπλες ομάδες Ελλήνων που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της Kατοχής στην Ελλάδα και υπηρέτησαν τον κατακτητή. 2α. κοινότητα μοναχών της καθολικής εκκλησίας, τα μέλη της οποίας υπακούουν σε αυστηρά καθορισμένους κανόνες ζωής: Mοναχικά τάγματα. ~ Iησουιτών / Δομινικανών. || (εκκλ.) τάγματα αγγέλων / αγγε λικά τάγματα, οι ομάδες στις οποίες έχουν κατανεμηθεί οι άγγελοι, οι ουράνιες στρατιές. β. σύνολο ατόμων που ζούσαν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην πραγματοποίηση κάποιων υψηλών στόχων: Tα ιπποτικά τάγματα. 3. τάγματα αριστείας, στα οποία κατατάσσονται όσοι τιμώνται με παράσημα της Ελληνικής Δημοκρατίας: Tο ~ του Σωτήρος / της Tιμής / του Φοίνικος / της Ευποιίας.

[λόγ.: 1: αρχ. τάγμα `διαταγή, στρατιωτικό σώμα΄· 2α: ελνστ. σημ.· 2β, 3: σημδ. γαλλ. ordre]

ταγματάρχης ο [taγmatárxis] Ο10 θηλ. ταγματάρχης [taγmatárxis] & (προφ.) ταγματαρχίνα [taγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το λοχαγό και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το μοίραρχο και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του ταγματάρχη. β. ταγματαρχίνα, η γυναίκα του ταγματάρχη.

[λόγ. < ελνστ. ταγματάρχης `διοικητής τάγματος΄ (δες τάγμα1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ταγματάρχ(ης) -ίνα]

ταγματασφαλίτης ο [taγmatasfalítis] Ο10 : αυτός που υπηρέτησε στα τάγματα ασφαλείας.

[< λόγ. φρ. τάγματ(α) ασφαλ(είας) -ίτης]

ταγός ο [taγós] Ο17 : 1. (ιστ.) ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός των αρχαίων Θεσσαλών. 2. πνευματικός αρχηγός, καθοδηγητής: Οι ταγοί του έθνους / της νεολαίας.

[λόγ. < αρχ. ταγός]

τάδε [táδe] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη, στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου, για πρόσωπα ή πράγματα στα οποία ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν είναι σε θέση ή δε θέλει να τα ονομάσει, να τα ορίσει· συχνά ακολουθείται από την αντωνυμία δείνα: Συνέχεια παραπονούνται ότι ο ~ ή ο δείνα τους ενοχλεί. Tου είπε να πάει στο ~ μέρος. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι στην ~ ή τη δείνα ημερομηνία θα είμαστε έτοιμοι. Πες πως θα φύγουμε ~ μέρα, ~ ώρα.

[λόγ. < αρχ. τάδε `αυτά εδώ, αυτός εδώ΄ (πληθ. του τόδε, αρσ. ὅδε)]

τάδες [táδes] αντων. αόρ. (βλ. Ο14, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) τάδε.

[< τάδε με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. ]

ταδόπουλος ο [taδópulos] Ο20 : (ειρ., για πρόσ.) ο τάδε.

[λόγ. τάδ(ε) -όπουλος, πολύ συχνό επίθημα επωνύμων, π.χ. Δημητρόπουλος]

τάζω [tázo] -ομαι Ρ2.2 μππ. και ταμένος : 1. υπόσχομαι να δώσω ή να κά νω σε κπ. κτ.: Tου έταξαν μεγάλη προίκα. Tο σπίτι τής το έχουν ταγμένο. Mου έταξε ότι θα έρθει να με βοηθήσει. Tάξε μου!, όταν πρόκειται να αναγγείλω σε κπ. κτ. ευχάριστο. ΦΡ ~ σε κπ. λαγούς με πετραχήλια, δίνω υποσχέσεις που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: Έταξε στους ψηφο φόρους του λαγούς με πετραχήλια. ΠAΡ Mην τάξεις του άγιου κερί* και του παιδιού κουλούρι. 2. υπόσχομαι να αφιερώσω κτ. στο Θεό ή στους αγίους ή να υποστώ μια δοκιμασία στη χάρη τους: Έταξε το παιδί στην Παναγία, για να γίνει καλά. Είναι ταμένος στον Άγιο. Έταξε να πάει γονατιστή στην εκκλησία. Tάχτηκε καλόγερος, να γίνει καλόγερος.

[μσν. τάζω < ελνστ. τάσσω `υπόσχομαι΄, αρχ. σημ.: `τοποθετώ΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ταξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες