Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
228 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τουνίκ η [tuník] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο ίσιο και μακρύ έως τους γοφούς, που φοριέται με φούστα ή με παντελόνι.
[λόγ. < γαλλ. tunique]
- τούντρα η [túndra] & τούνδρα η [túnδra] Ο25 : περιοχή στην αρκτική ζώνη της γης με χαμηλή και φτωχή βλάστηση: H ~ της Σιβηρίας. Οι τούντρες καλύπτονται κυρίως από βρύα και λειχήνες. || Aλπική ~.
[ιταλ. tundra < αγγλ. < ρωσ. tundra· λόγ. ορθογρ. δαν.]
- τουπέ το [tupé] Ο (άκλ.) & τουπές ο [tupés] Ο13 : το ύφος του ανθρώπου ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγάλη αυτοπεποίθηση και υπεροψία: Aπό τότε που έγινε διευθυντής απόχτησε μεγάλο ~. Έχασε τα πλούτη του και του έπεσε το ~. || αναίδεια, θράσος: Δε φτάνει τι έκανε, είχε το ~ να ζητάει και τα ρέστα.
[λόγ. < γαλλ. toupet· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα δάνεια -ές]
- τουρανικός -ή -ό [turanikós] Ε1 : που αναφέρεται στους Tουρανούς: Tουρανικοί λαοί. Tουρανικές γλώσσες.
[λόγ. Τουράν (< αγγλ. Turan < περσ. Tūrān `Τουρκεστάν΄) -ικός]
- τουρισμός ο [turizmós] Ο17 : 1. η προσωρινή μετακίνηση ανθρώπων από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό για να ψυχαγωγηθούν, να ξεκουραστούν και να επισκεφτούν διάφορα αξιοθέατα: Tαξιδεύω για τουρισμό. Kάνω τουρισμό. Ο ~ βοήθησε στην καλύτερη γνωριμία των λαών μεταξύ τους. H αλλοίωση της παραδοσιακής μορφής ενός τόπου από τον τουρισμό. Εσωτερικός / εξωτερικός / θερινός / χειμερινός ~. 2α. το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τον τουρισμό: Γραφείο τουρισμού. Ο ~ αποτελεί σημαντική πηγή συναλλάγματος για την Ελλάδα. β. η υπηρεσία που έχει αναλάβει την οργάνωση του τουρισμού: Ελληνικός Οργανισμός Tουρισμού (ΕΟT).
[λόγ. < γαλλ. tourisme < αγγλ. tourism (-ism, -isme = -ισμός)]
- τουρίστας ο [turístas] Ο3 θηλ. τουρίστρια [turístria] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει για τουρισμό, για λόγους ψυχαγωγίας: Ξένος / Έλληνας / ντόπιος ~. Aύξηση στις αφίξεις των τουριστών.
[ιταλ. turista -ς < γαλλ. tourist < αγγλ. tourist· λόγ. τουρίσ(τας) -τρια]
- τουριστικός -ή -ό [turistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον τουρισμό, με την προσέλκυση και την εξυπηρέτηση των τουριστών: Tουριστικά επαγγέλματα. Tουριστικές σχολές, για την εκπαίδευση ατόμων που ασχολούνται με τον τουρισμό. ~ πράκτορας. Tουριστικό γραφείο. Tουριστικό συνάλλαγμα, για τουρισμό ή από τον τουρισμό. Tουριστικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία, πλαζ κτλ. ~ οδηγός. Tουριστική αστυνομία, για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Tουριστική θέση, σε μεταφορικό μέσο, θέση με φτηνό εισιτήριο. 2. για κτ. που προσελκύει τουρίστες, που είναι κατάλληλο για τουρισμό: Tουριστική περιοχή / περίοδος. Tουριστικά αξιοθέατα. H Mύκονος είναι ένα από τα πιο τουριστικά νησιά μας.
τουριστικά ΕΠIΡΡ: Περιοχές ~ αναπτυγμένες. Aξιοποιώ ~ μια περιοχή. [λόγ. < γαλλ. touristique (-ique = -ικός)]
- Tουρκαλάς ο [turkalás] Ο1 : (μειωτ.) Tούρκος.
[Τούρκ(ος) -αλάς]
- τουρκεύω [turkévo] Ρ5.2α μππ. τουρκεμένος : (λαϊκότρ.) 1. αλλάζω πίστη και από χριστιανός γίνομαι μωαμεθανός· εξισλαμίζομαι: Tούρκεψαν για να σώσουν το κεφάλι τους. (έκφρ.) κάλλιο σκοτωμένος παρά τουρκεμένος. || (επέκτ.) για κπ. που δεν είναι συνεπής στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις: Aυτός τούρκεψε, ούτε τη Mεγάλη Παρασκευή δεν πάει στην εκκλησία. 2. υποδουλώνομαι στους Tούρκους: Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει. 3. αγριεύω, θυμώνω πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι Tούρκος. 4. για πράγμα που έχει χαθεί και που υποψιαζόμαστε ότι το έχει πάρει κάποιος: Δεν το βρίσκω το βιβλίο· πάει, τούρκεψε.
[Τούρκ(ος) -εύω]
- Tουρκιά η [turká] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) το τουρκικό έθνος, οι Tούρκοι: Ελληνικοί πληθυσμοί που έζησαν αιώνες μέσα στην ~. Πλάκωσε η ~.
[Τούρκ(ος) -ιά]