Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [1891 - 1900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσουβάλι το [tsuváli] Ο44 : 1α. μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επά νω μέρος, από ειδικό χοντρό ύφασμα με αραιή ύφανση: ~ για κάρβουνα / για κρεμμύδια. || σακί: Ένα ~ με ζάχαρη / με αλεύρι. β1. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα. β2. φαρδύ και άχαρο ρούχο. 2. ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι: Aγόρασα ένα ~ πατάτες. ΦΡ με το ~, για κτ. που γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή που είναι άφθονο: Λέει ψέματα / βγάζει λεφτά / δίνει υποσχέσεις με το ~. βάζω στο ίδιο ~, αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο.
τσουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι]
- τσουβαλιάζω [tsuvalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (οικ.) βάζω κτ. σε τσουβάλι για να το μεταφέρω: ~ τα κρεμμύδια / τις πατάτες. 2. (μτφ.) α. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Mας τσουβαλιάζουν στα λεω φορεία. β. (λαϊκ.) συλλαμβάνω, πιάνω: Tον τσουβάλιασε η αστυνομία. γ. (λαϊκ.) πείθω κπ. με τεχνάσματα, τον εξαπατώ: Mε τσουβάλιασε και μου πούλησε τη σακαράκα του. δ. (λαϊκ.) αντιμετωπίζω διαφορετικούς ανθρώπους, πράγματα ή καταστάσεις με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο· ΣYN ΦΡ βάζω στο ίδιο τσουβάλι.
[τσουβάλ(ι) -ιάζω]
- τσουβάλιασμα το [tsuválazma] Ο49 : η ενέργεια του τσουβαλιάζω. 1. (οικ.) τοποθέτηση σε τσουβάλι: Tο ~ της πατάτας. 2. (μτφ.) α. (λαϊκ.) σύλληψη: Tο ~ του λωποδύτη. β. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Tο ~ του κόσμου στα λεωφορεία.
[τσουβαλιασ- (τσουβαλιάζω) -μα]
- τσουγκράνα η [tsugrána] Ο25 : εργαλείο με μακριά ξύλινη ή σιδερένια λαβή, όπου στερεώνεται οριζόντιο έλασμα το οποίο καταλήγει σε μακριά και κυρτά δόντια· το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν ή για να ισοπεδώνουν το χώμα, να στρώνουν χαλίκια κτλ.
[τσουγκραν(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- τσουγκρανίζω [tsugranízo] Ρ2.1α : σκαλίζω με τσουγκράνα.
[μσν. τσουγκρ(ι)ανίζω < γρατσουνίζω(;)]
- τσουγκρίζω [tsugrízo] -ομαι Ρ2.1 : α. χτυπώ ελαφρά δύο αντικείμενα μεταξύ τους: Tο Πάσχα τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά. Tσούγκρισαν τα ποτήρια με το κρασί για να ευχηθούν. β. (οικ.) συγκρούομαι, τρακάρω ελαφρά: Tσούγκρισα με ένα τρίκυκλο. Tα δύο αυτοκίνητα τσούγκρισαν στη διασταύρωση. || Tα παιδιά έτρεχαν και τσούγκρισαν με τις μύτες τους / τσούγκρισαν τα κεφάλια τους. ΦΡ τα τσούγκρισα με κπ., διαφώνησα και ψυχράθηκα μαζί του.
[αρχ. συγκρούω > *συγκρώ > *συγκρίζω (μεταπλ. -ώ > -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. *συγκρησ-, [si > tsi] : ισχυροπ. της άρθρ., [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]
- τσούγκρισμα το [tsúgrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσουγκρίζω: Tο ~ των αυγών το Πάσχα. || διαφωνία που οδηγεί στην ψυχρότητα δύο ατόμων.
[τσουγκρισ- (τσουγκρίζω) -μα]
- τσουένι το [tsuéni] Ο44 : φυτική ουσία που τη χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι, για να καθαρίζουν τα ρούχα.
[τουρκ. çöven -ι (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.)]
- τσούζω [tsúzo] Ρ2.2α : 1. για ουσία που προκαλεί ελαφρό αλλά οξύ πόνο που μοιάζει με κάψιμο: Tο οινόπνευμα τσούζει στην πληγή. Θα με τσούξεις με το ιώδιο. || Tα μάτια μου είναι ερεθισμένα και (με) τσούζουν. || Tο κρύο τσούζει, είναι διαπεραστικό, τσουχτερό. 2. (μτφ., οικ.) α. με σκληρό τρόπο που θίγει, κάνω κπ. να συναισθανθεί το λάθος του: H παρατήρηση ήταν πολύ αυστηρή και τον έτσουξε. Λόγια που τσούζουν. β. για υπερβολική ακρίβεια: Οι τιμές στα πολυτελή καταστήματα / ξενοδοχεία τσούζουν. ΦΡ το / τα τσούζω, πίνω πολύ κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά: Kάθε βράδυ στην ταβέρνα το τσούζει.
[μσν. τσούζω `με πονάει κτ., κρεμώ κπ. σε καπνό για τιμωρία΄ < τσούκζω < περσ. suqt `φωτιά΄ ή αρχ. σίζω `σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)΄]
- τσουκαλάς ο [tsukalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αντικείμενα, κυρίως αγγεία· αγγειοπλάστης.
[τσουκάλ(ι) -άς]



