Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.044 εγγραφές [1861 - 1870]
τσιφλίκι το [tsiflíki] Ο44 : 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι· (πρβ. τιμάριο): Tα τσιφλίκια της Θεσσαλίας / της Mακεδονίας. β. χαρακτηρισμός μεγάλου αγροκτήματος. 2. (μτφ.) αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μια δημόσια υπηρεσία: Tο υπουργείο δεν είναι ~ του κάθε υπουργού για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε το δήμο ~ του.

[τουρκ. çiflik, çiftlik (στη σημ. 1) ]

τσιφούτης ο [tsifútis] Ο11 θηλ. τσιφούτα [tsifúta] Ο25α & τσιφούτισσα [tsifútisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~.

[τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄), διαλεκτ. çifut -ης· τσιφούτ(ης) -α, -ισσα]

τσιφουτιά η [tsifutxá] Ο24 : (οικ.) η ιδιότητα ή η ενέργεια του τσιφούτη.

[τσιφούτ(ης) -ιά]

τσιφούτικος -η -ο [tsifútikos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει σε τσιφούτη. τσιφούτικα ΕΠIΡΡ.

[τσιφούτ(ης) -ικος]

τσιφτετέλι το [tsiftetéli] Ο44 : 1. λαϊκός χορός με ανατολίτικη προέλευση, που χορεύεται από ένα άτομο ή από δύο αντικριστά. 2. είδος μουσικής που συνοδεύει τον παραπάνω χορό.

[τουρκ. çiftetelli]

τσίφτης ο [tsíftis] Ο11 θηλ. τσίφτισσα [tsíftisa] Ο27α : (λαϊκ.) 1. άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος. || μάγκας2. 2. άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει.

[αλβ. qift `γεράκι΄ -ης με προώθηση της άρθρ. [i > tsi] (για τη σημ. σύγκρ. σαΐνι τσίφτ(ης) -ισσα]

τσίφτικος -η -ο [tsíftikos] Ε5 : (λαϊκ.) που ταιριάζει σε τσίφτη: Tσίφτικο φέρσιμο / ντύσιμο. τσίφτικα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~, εντάξει, καθώς πρέπει. Tην περάσαμε ~, τέλεια, φίνα.

[τσίφτ(ης) -ικος]

τσίχλα 1 η [tsíxla] & τσίκλα η [tsíkla] Ο25 : μαστίχα2: Mασώ ~. Ένα κουτί αμερικάνικες τσίχλες. ~ με άρωμα μέντας / φράουλας.

[αγγλ. chikl(et) και παρετυμ. τσίχλα 2]

τσίχλα 2 η : 1. γένος που περιλαμβάνει πολλά είδη ωδικών και αποδημητικών πτηνών. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πολύ αδύνατο και λεπτοκαμωμένο: Aυτός / αυτή είναι ~ / σαν ~.

[μσν. τσίχλα < κίχλα (ισχυροπ. της άρθρ. [i > tsi) < αρχ. κίχλ(η) μεταπλ. ]

τσιχλόφουσκα η [tsixlófuska] Ο27 : είδος τσίχλας 1 που όταν τη μασούν κάνει φούσκες.

[τσίχλ(α) 1 -ο- + φούσκα]

< Προηγούμενο   1... 185 186 [187] 188 189 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες