Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [331 - 340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεκτονισμός ο [tektonizmós] Ο17 : παγκόσμια μυστική οργάνωση, με σκοπούς ηθικοκοινωνικούς, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται και διακρίνονται μεταξύ τους με διάφορα σύμβολα και σημεία.
[λόγ. τεκτον- (δες τέκτονας) -ισμός απόδ. ιταλ. massoneria < γαλλ. maçonnerie < αγγλ. masonry]
- τελαμώνα η [telamóna] Ο26 : (προφ., στρατ.) τελαμώναςα.
[< τελαμώνας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη αιτ.]
- τελαμώνας ο [telamónas] Ο2 : α. (στρατ.) υφασμάτινη θήκη που κρεμιέται στον ώμο και στην οποία περιέχονται οι φυσιγγιοθήκες. β. ιμάντας από όπου παλαιότερα κρεμούσαν το ξίφος, το σπαθί ή και την ασπίδα.
[λόγ. < αρχ. τελαμών, αιτ. -ῶνα]
- τελάρο το [teláro] Ο39 : 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα, για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· καφάσι. 2. στρογγυλό ξύλινο πλαίσιο πάνω στο οποίο: α. τεντώνουν το κέντημα για να το δουλεύουν ευκολότερα. β. στερεώνουν το μουσαμά της ζωγραφικής. 3. ξύλινο πλαίσιο πόρτας ή παραθύρου· κούφωμα, κάσα.
[παλ. ιταλ. telaro]
- τελατίνι το [telatíni] Ο44 : κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για την κατασκευή παπουτσιών. ΦΡ κάνω κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια: Πρόσεξε, μη σε κάνω ~. γίνομαι ~, αδυνατίζω πολύ, εξαντλούμαι.
[τουρκ. telâtin -ι (από τα ρωσ.)]
- τελεία η [telía] Ο25 : (γραμμ.) ένα από τα συχνότερα σημεία της στίξης (.), που το σημειώνουμε στο τέλος μιας φράσης που έχει ακέραιο νόημα: Ύστε ρα από ~ αρχίζουμε με κεφαλαίο. || Άνω / επάνω ~, σημείο στίξης (·), που χρησιμεύει για να δηλώσουμε μικρότερη διακοπή από ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη διακοπή από ό,τι με το κόμμα: Ύστερα από άνω ~ αρχίζου με με μικρό γράμμα. || Διπλή τελεία, σημείο στίξης (:) που τοποθετείται εμπρός από τα λόγια που λέγονται κατά λέξη ή όταν κάνουμε απαρίθμη ση. Άνω κάτω ~, η διπλή τελεία. || Tρεις τελείες, τα αποσιωπητικά. (έκφρ.) ~ και παύλα, για να δηλώσουμε ότι μια απόφαση είναι οριστική ή ότι μια δουλειά, μια υπόθεση τελείωσε, έκλεισε οριστικά: ~ και παύλα· δεν πρόκειται να του ξαναδώσω λεφτά. Θα γράψω κι αυτό το μάθημα και έπειτα ~ και παύλα για σήμερα, τέρμα.
τελίτσα η YΠΟKΟΡ και (πληθ.): Παίζουμε τελίτσες, κάνοντας διάφορους συνδυασμούς με κουκκίδες επάνω σε χαρτί. [λόγ. < ελνστ. τελεία (ενν. στιγμή) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. τέλειος· τελ(εία) -ίτσα]
- τελειομανής -ής -ές [teliomanís] Ε10 : αυτός που επιδιώκει πάντα την τελειότητα, συχνά φτάνοντας στην υπερβολή· περφεξιονιστής1.
[λόγ. τέλει(ος) -ο- + -μανής]
- τελειόμηνος -η -ο [telióminos] Ε5 : (ιατρ.) για νεογνό που έχει συμπληρώσει τους απαραίτητους μήνες κύησης: Tα νεογνά που δεν είναι τελειό μηνα τοποθετούνται συχνά σε θερμοκοιτίδα.
[λόγ. < μσν. τελειόμηνος < αρχ. τελεόμηνος με παρετυμ. επίδρ. του τέλειος]
- τελειοποίηση η [teliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τελειοποιώ: H ~ των συστημάτων ασφαλείας περιόρισε τα εργατικά ατυχήμα τα. Tα καινούρια μοντέλα των αυτοκινήτων έχουν πολλές τελειοποιήσεις σε σύγκριση με τα παλαιά, βελτιώσεις·.
[λόγ. τελειοποιη- (τελειοποιώ) -σις > -ση]
- τελειοποιώ [teliopió] -ούμαι Ρ10.9 : βελτιώνω σημαντικά κτ., έτσι ώστε να πλησιάζει το τέλειο: H σύγχρονη τεχνολογία έχει τελειοποιήσει τις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Πηγαίνει στην Aγγλία για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του / για να τελειοποιηθεί στα αγγλικά. Tελειοποιημένο σύστη μα. Tελειοποιημένη μέθοδος.
[λόγ. < μσν. τελειοποιώ < τέλει(ος) -ο- + -ποιώ]



