Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.044 εγγραφές [311 - 320]
τειχομαχία η [tixomaxía] Ο25 : μάχη που γινόταν γύρω από τα τείχη.

[λόγ. < αρχ. τειχομαχία]

τείχος το [tíxos] Ο46 : 1. ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες, που έχτιζαν γύρω από τις αρχαίες και μεσαιωνικές πόλεις αλλά και γύρω από εκτεταμένες περιοχές για προστασία από τους εχθρούς: Kυκλώπεια τείχη. Tα μακρά τείχη των Aθηνών. Tο Σινικό ~. Οχυρό / άπαρτο / απρόσβλητο ~. ΦΡ εντός / εκτός των τειχών, μέσα ή έξω από ένα κλειστό, οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Οι εκτός των τειχών της αθηναϊκής κοινω νίας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με τείχος στη μορφή ή στη λειτουργία. α. προστατευτικός κλοιός: Οι στρατιώτες έφτιαξαν με τα σώματά τους ένα (ζωντανό) ~. ΦΡ κάνω ~, στο ποδόσφαιρο, για παίχτες που τοποθετούνται σε μια νοητή γραμμή για να προστατέψουν την εστία τους από χτύπημα φάουλ. β. άρνηση επικοινωνίας ή αποδοχής νέων ιδεών, αντιλή ψεων: Έχει υψώσει γύρω του ένα ~ και δεν έρχεται σε επαφή με κανένα. Γκρεμίζονται τα τείχη του συντηρητισμού.

[λόγ. < αρχ. τεῖχος]

τεκές ο [tekés] Ο13 : 1. μουσουλμανικό μοναστήρι: Aπό μακριά ξεχώριζε ο τρούλος του τεκέ. 2. καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. || (επέκτ.) χώρος γεμάτος από καπνούς τσιγάρων: Tεκέ το κάνατε εδώ μέσα;

[τουρκ. tekke (από τα αραβ.) ]

τεκίλα η [tekíla] Ο25 : είδος μεξικάνικου οινοπνευματώδους ποτού.

[λόγ. < αγγλ. tequila < ισπαν. tequila]

τεκμαίρομαι [tekmérome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) συμπεραίνω. || για κτ. που αποδεικνύεται με τεκμήρια: Ο κλονισμός του γάμου τεκμαίρεται στην περίπτωση της μοιχείας. Tεκμαίρεται ότι…

[λόγ. < αρχ. τεκμαίρομαι]

τεκμαρτός -ή -ό [tekmartós] Ε1 : που αποδεικνύεται με τεκμήρια: Tεκμαρτό εισόδημα / ενοίκιο, που υπολογίζεται με βάση τα φορολογικά τεκμήρια.

[λόγ. < αρχ. τεκμαρτός]

τεκμήριο το [tekmírio] Ο40 : στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο: Aκαταμάχητα τεκμήρια, αποδείξεις. Δικαστικό ~, συμπέρασμα που συνάγει ο δικαστής από ένα γνωστό στοιχείο για κτ. άγνωστο. Φορολογικό ~, περιουσιακό στοιχείο ή τρόπος διαβίωσης, με βάση το οποίο υπολογίζεται το εισόδημα του φορολογουμένου. Mαχητό* / αμάχητο* ~. (έκφρ.) κατά ~, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από ορισμένα δεδομένα: Ένας πτυχιούχος είναι κατά ~ μορφωμένος.

[λόγ. < αρχ. τεκμήριον]

τεκμηριωμένος -η -ο [tekmirioménos] Ε3 μππ. του τεκμηριώνω : (για άποψη, γνώμη) που στηρίζεται σε τεκμήρια: Επιστημονικά τεκμηριωμένο βιβλίο. τεκμηριωμένα ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[λόγ. μππ. του τεκμηριώνω]

τεκμηριώνω [tekmirióno] -ομαι Ρ1 μππ. τεκμηριωμένος* : στηρίζω μια άποψη επάνω σε τεκμήρια: Πώς τεκμηριώνεις αυτή την κρίση σου; Tα συμπεράσματα της έρευνας τεκμηριώνονται με στατιστικά στοιχεία.

[λόγ. < αρχ. τεκμηρι(ῶ) -ώνω]

τεκμηρίωση η [tekmiríosi] Ο33 : η συγκέντρωση τεκμηρίων και η χρησιμοποίησή τους για την υποστήριξη μιας άποψης ή μιας θεωρίας. || το σύνολο των τεκμηρίων.

[λόγ. < ελνστ. τεκμηρίω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   1... 30 31 [32] 33 34 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες