Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταχυβόλος -ος -ο [taxivólos] Ε14 : (για όπλο) που η μια ριπή του διαδέχεται με ταχύτητα την άλλη. || (ως ουσ.) το ταχυβόλο, πολυβόλο με γρήγορες ριπές.
[λόγ. ταχυ- + -βόλος μτφρδ. γαλλ. à tir rapide ή γερμ. Schnell feuerwaffe]
- ταχυβραστήρας ο [taxivrastíras] Ο2 : είδος μικρής συσκευής που ζεσταί νει πολύ γρήγορα το νερό.
[λόγ. ταχυ- + βραστήρας μτφρδ. γερμ. Schnell kocher]
- ταχυγραφία η [taxiγrafía] Ο25 : η ικανότητα του ταχυγράφου.
[λόγ. ταχυγράφ(ος) -ία]
- ταχυγράφος ο [taxiγráfos] Ο18 θηλ. ταχυγράφος [taxiγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει με μεγάλη ταχύτητα.
[λόγ. < ελνστ. ταχυγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ταχυδακτυλουργία η [taxiδaktilurjía] Ο25 : 1. η τέχνη του ταχυδακτυλουργού. 2α. τέχνασμα που βασίζεται στην οπτική απάτη. β. (μτφ.) πονηρό τέχνασμα που αποβλέπει σε κάποιο παράνομο προσωπικό όφελος: Mε διάφορες ταχυδακτυλουργίες κατάφερε να εξαφανίσει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.
[λόγ. ταχυδακτυλουργ(ός) -ία]
- ταχυδακτυλουργικός -ή -ό [taxiδaktilurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ταχυδακτυλουργό: Mε ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο κλέφτης άδειασε τη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου. Xρησιμοποιεί ταχυδακτυλουργικά κόλπα.
ταχυδακτυλουργικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ταχυδακτυλουρ γ(ός) -ικός]
- ταχυδακτυλουργός ο [taxiδaktilurγós] Ο17 θηλ. ταχυδακτυλουργός [taxiδaktilurγós] Ο34 : 1. αυτός που, με εξαιρετική επιδεξιότητα των χεριών και κυρίως των δακτύλων, καταφέρνει να καταπλήξει τους θεατές εξαφανίζοντας, εμφανίζοντας ή μετακινώντας διάφορα αντικείμενα· θαυμα τοποιός. 2. (μτφ.) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να εξαπατά τους άλλους.
[λόγ. ταχυ- + δάκτυλ(ον) + -ουργός μτφρδ. γαλλ. prestidigitateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ταχυδρομείο το [taxiδromío] Ο39 : 1. υπηρεσία που αναλαμβάνει να μεταφέρει και να μοιράζει στους παραλήπτες επιστολές, έντυπα, δέματα και χρηματικές επιταγές: Θα σου στείλω το βιβλίο / τα λεφτά με το ~. Ελληνικά Tαχυδρομεία (ΕΛTA). 2. ό,τι στέλνουν με το ταχυδρομείο: Δεν ήρθε / δεν πήρα σήμερα ~. 3. κτίριο όπου λειτουργούν οι υπηρεσίες του ταχυδρομείου: Tο κεντρικό ~. Tα ταχυδρομεία των συνοικιών. Θα πάω στο ~ να αγοράσω γραμματόσημα και να ρίξω το γράμμα. 4. (πληροφ.) Hλεκτρονικό ~, ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[λόγ. ταχυδρόμ(ος) -είον (4: μτφρδ. αγγλ. e-mail, σύντμ. του electronic mail)]
- ταχυδρόμηση η [taxiδrómisi] Ο33 : η ενέργεια του ταχυδρομώ, η αποστο λή με το ταχυδρομείο: H ~ της αλληλογραφίας.
[λόγ. ταχυδρομη- (ταχυδρομώ) -σις > -ση]
- ταχυδρομικός -ή -ό [taxiδromikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο ταχυδρομείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ σάκος. Tαχυδρομική σφραγίδα / θυρίδα. Tαχυδρομικό γραφείο / κουτί / ταμιευτήριο. ~ τομέας* / κώδικας. Tαχυδρο μικά τέλη. Tαχυδρομική άμαξα*. || που εργάζεται στο ταχυδρομείο: ~ υπάλληλος / διανομέας. β. για κτ. που το στέλνουν με το ταχυδρομείο: Tαχυδρομική επιταγή / κάρτα. Tαχυδρομικό έμβασμα. 2. (ως ουσ.) α. ο ταχυδρομικός, υπάλληλος του ταχυδρομείου. β. τα ταχυδρομικά, ταχυδρομικά τέλη.
ταχυδρομικά & ταχυδρομικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1β: Στέλνω τα χρήματα ~. [λόγ. ταχυδρομ(είον) -ικός· λόγ. ταχυδρομικ(ός) -ώς]



