Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.044 εγγραφές [261 - 270]
τάχατε [táxate] & τάχατες [táxates] επίρρ. : (λαϊκότρ.) τάχα.

[< τάχα με προσθήκη του -τε αναλ. προς το κάποτε· προσθήκη του αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες]

ταχιά [taxá] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) α. αύριο πρωί πρωί: ~ θα ξεκινήσουμε. β. σύντομα: ~ θα λογαριαστούμε.

[μσν. ταχιά < αρχ. ταχέα ουδ. πληθ. του επιθ. ταχύς με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

ταχίνι το [taxíni] Ο44 : πολτός από αλεσμένο σουσάμι, που τον χρησιμοποιούν κυρίως για να φτιάχνουν χαλβά.

[τουρκ. tahin (από τα αραβ.) ]

ταχογράφος ο [taxoγráfos] Ο18 : όργανο που δείχνει τις ταχύτητες που ανέπτυξε ένα όχημα σε κάθε στιγμή μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

[λόγ. < αγγλ. tachograph < αρχ. ταχ(ύς) -ο- + -graph = -γράφος]

ταχόμετρο το [taxómetro] Ο42 : όργανο με το οποίο μετρούν την ταχύτη τα περιστροφής ενός κινητήρα· ταχύμετρο2: Tο ~ του αυτοκινήτου, κοντέρ.

[λόγ. < αγγλ. tachometer < αρχ. ταχ(ύς) -ο- + -meter = -μετρον]

ταχταρίζω [taxtarízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κρατώ στα χέρια μου το μωρό και το χορεύω.

[< τουρκ.(;) σύγκρ. νταχτιρντί]

ταχτάρισμα το [taxtárizma] Ο49 : 1. (λαϊκότρ.) η ενέργεια του ταχταρίζω. 2. (πληθ.) δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν, όταν χόρευαν τα μω ρά στα χέρια τους: Tα ταχταρίσματα μοιάζουν στο περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως πιο ζωηρό ρυθμό.

[ταχταρισ- (ταχταρίζω) -μα]

ταχύ το [taxí] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λαϊκότρ.) το πρωί.

[μσν. ταχύ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ταχύς]

ταχυ- [tai] & ταχύ- [taí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ονόματα· προσδίδει: 1. την έννοια του γρήγορος, γρήγορα σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γράφος, ~καής, ~κίνητος, ταχύπλοος, που γράφει, καίγεται κτλ. γρήγορα· ταχύρρυθμος, που γίνεται με πολύ γρήγορο ρυθμό. || γρηγορότερα από το κανονικό: ~καρδία, ~παλμία. 2. την έννοια της ταχύτητας σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ταχύμετρο, ~σκόπιο.

[λόγ. < αρχ. ταχυ- θ. του επιθ. ταχύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ταχύ-πλοος, ελνστ. ταχυ-γράφος & διεθ. tachy- < αρχ. ταχυ-: ταχύ-μετρο, ταχυ-καρδία < γαλλ. tachymètre, tachycardie]

ταχυβολία η [taxivolía] Ο25 : η ιδιότητα του ταχυβόλου όπλου.

[λόγ. ταχυβόλ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   1... 25 26 [27] 28 29 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες