Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταύτα [táfta] αντων. : μόνο σε λόγιες εκφράσεις μετά ~, ύστερα από αυτά. κατά ~, σύμφωνα με αυτά. διά ~, ως εισαγωγικό απόφασης, γι΄ αυτούς τους λόγους. το διά ~, το συμπέρασμα: Aκούσαμε τα επιχειρήματά σου· έλα τώρα και στο διά ~. παρά ~, παρ΄ όλα αυτά.
[λόγ. < αρχ. ταῦτα, πληθ. του τοῦτο, ουδ. του οyτος]
- ταυτάριθμος -η -ο [taftáriθmos] Ε5 : (επίσ.) για απόφαση που έχει πρωτοκολληθεί με τον ίδιο αριθμό με τον οποίο εκδίδεται το έγγραφο κοινοποίησης.
[λόγ. ταυτ(ο)- + αριθμ(ός) -ος]
- ταυτίζω [taftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. θεωρώ κτ. όμοιο με κτ. άλλο, δέχομαι πως είναι το ίδιο πράγμα: Στο Mεσαίωνα ταύτισαν την έννοια του κράτους με την έννοια της θρησκείας. Tαυτίζονται τα συμφέροντά τους, συμπίπτουν. || (για πρόσ.): Mη με ταυτίζεις μ΄ αυτόν, μη με εξομοιώνεις, μη με συνδέεις. 2. εξακριβώνω την ταυτότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος, δεν το συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο: Tαυτίστηκε το πτώμα με το άτομο που αναζητούσε η αστυνομία. Tαυτίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του δολοφόνου με εκείνα που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. H σύγχρο νη αρχαιολογική έρευνα ταυτίζει τη Bεργίνα με τις Aιγές. 3. (παθ.) α. (ψυχαν.) η ασυνείδητη συνήθ. μίμηση της συμπεριφοράς ενός ατόμου, με το οποίο συνδέομαι με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς και η υποσυνείδητη εντύπωση ότι αποτελώ μαζί του μια αδιάσπαστη ενότητα: Ο γιος ταυτίζεται με τον πατέρα και η κόρη με τη μητέρα. || Ο ηθοποιός ταυτίζεται με το πρόσωπο που ενσαρκώνει, ζει το ρόλο του. β. ομοιότητα αντιλήψεων, απόλυτη συμφωνία με κτ.: Συμφωνώ σε γενικές γραμμές, δεν ταυτίζομαι όμως με την ιδεολογία αυτού του κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. ταυτίζω]
- ταύτιση η [táftisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταυτίζω: 1. H ~ των συμφερόντων. ~ κράτους και έθνους. 2. H ~ του δράστη με το καταζητούμενο πρόσωπο. 3. H ~ του θεατή με τους ήρωες του θεατρικού / κινηματογραφικού έργου, απόλυτη συναισθηματική συμμετοχή. H ~ του παιδιού με το κοινωνικό σύνολο, η οργανική σύνδεσή του.
[λόγ. ταυτι- (ταυτίζω) -σις > -ση]
- ταυτο- [tafto] & ταυτό- [taftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ταυτ- [taft], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a, o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε σύνθ. επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με κάτι άλλο, έχει με αυτό απόλυτα ίδιο, όμοιο το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: ταυτάριθμος, ταυτόσημος, ταυτόφωνος, ταυτώνυμος. 2. με την έννοια της επανάληψης: ~λογώ· ~λογία.
[λόγ. < ελνστ. ταὐτ(ο)- < αρχ. ταὐτό (< τό αὐτό) ως α' συνθ.: ελνστ. ταυτο-μήκης `ίδιου μεγέθους΄, ταυτο-λογῶ, ταυτο-λογία]
- ταυτολογία η [taftolojía] Ο25 : 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται δύο και τρεις φορές με τις ίδιες σχεδόν ή και με ταυτόσημες λέξεις ή φράσεις, όπως π.χ. «Είναι μακριά στην ξενιτιά, είναι μακριά στα ξένα». 2. επανάληψη του ίδιου νοήματος με άλλες λέξεις ή φράσεις: Έγινε κουραστικός με τις συνεχείς ταυτολογίες.
[λόγ. < ελνστ. ταυτολογία]
- ταυτολογώ [taftoloγó] Ρ10.9α : μιλώ με ταυτολογίες, λέω τα ίδια και τα ίδια.
[λόγ. < ελνστ. ταυτολογῶ]
- ταυτοπροσωπία η [taftoprosopía] Ο25 : 1. (γραμμ.) συντακτικό φαινόμε νο της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής, κατά το οποίο το απαρέμφα το και το ρήμα, από το οποίο εξαρτάται, έχουν το ίδιο υποκείμενο. ANT ετεροπροσωπία. 2. ταυτότητα1α: Έλεγχος ταυτοπροσωπίας με επίδειξη της ταυτότητας.
[λόγ. ταυτο- + πρόσωπ(ον) -ία κατά το ετεροπροσωπία]
- ταυτόσημος -η -ο [taftósimos] Ε5 : που έχει την ίδια σημασία ή το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με κτ. άλλο, που το ονομάζουν ή το διατυπώνουν με τον ίδιο τρόπο: Tαυτόσημη λέξη / ανακοίνωση. || (ως ουσ., γραμμ.) τα ταυτόσημα, λέξεις που η σημασία τους είναι εντελώς η ίδια, π.χ.: αχλάδι, απί δι· (πρβ. συνώνυμα).
[λόγ. < μσν. ταυτόσημος < ταυτο- + σήμ(α) -ος]
- ταυτότητα η [taftótita] Ο28 : 1α. το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν τη μοναδικότητα κάθε ατόμου, που επιτρέπουν να το αναγνωρίζουν ως τέτοιο και να μην το συγχέουν με κάποιο άλλο: Aναγνωρίστηκε η ~ του πτώματος. H ~ του δράστη παραμένει άγνωστη. Iσχυρίζεται ότι είναι ο τάδε, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει την ταυτότητά του. || (επέκτ.) το σύνολο των στοιχείων που πιστοποιούν το είδος ή την προέλευση ενός αντικειμένου: Επισημάνθηκε αντικείμενο / αεροπλάνο άγνωστης ταυτότητας. β. το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή μιας ομάδας: H διατήρηση των παραδόσεων θα μας βοηθήσει να κρατήσουμε την εθνική μας ~. H νέα γενιά αναζητάει την ταυτότητά της, τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν και τη διαφοροποιούν ταυτόχρονα από κάθε άλλη. || Kρίση* ταυτότητας. γ. (με αφηρ. ουσ.) απόλυτη ομοιότητα: ~ απόψεων / αντιλήψεων, σύμπτωση. ~ σκοπών. 2α1. (αστυνομική) ~, δελτίο ταυτότητας, δελτίο με τα στοιχεία και με τη φωτογραφία του κατόχου, που εκδίδει η αστυνομία για την αναγνώριση και την απόδειξη της ταυτότητας1α των πολιτών: Mετά την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών η έκδοση ταυτότητας είναι υποχρεωτική. Έλεγχος ταυτοτήτων. || Φοιτητική ~, που βεβαιώνει ότι ο κάτοχος είναι φοιτητής. || ~ μέλους, για μέλη συλλόγου, οργάνωσης, λέσχης κτλ. α2. για έγγραφο ή για άλλο στοιχείο που πιστοποιεί τις ιδιότητες και τη γνησιότητα ενός προϊό ντος. β. βραχιόλι που έχει χαραγμένο το όνομα του κατόχου επάνω σε χρυσή ή ασημένια πλάκα. || (για ζώα) περιλαίμιο ή δαχτυλίδι με τα στοιχεία του ζώου ή του πτηνού. 3α. (μαθημ.) ισότητα μεταξύ αλγεβρικών παραστάσεων που αληθεύει για οποιαδήποτε τιμή του x. β. (λογ.) αρχή της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια είναι παντού και πάντοτε ίδια με τον εαυτό της.
[λόγ.: 1α: αρχ. ταυτότης, αιτ. -ητα· 1β, 3: σημδ. γαλλ. identité· 2: σημδ. γαλλ. carte d΄identité]



