Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.044 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάσσω [táso] -ομαι Ρ2.2 : 1. θέτω, βάζω: Έταξε ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. H πατρίδα τον έταξε φρουρό των συνόρων της. Είναι ταγμένος για μεγάλα έργα, προορισμένος. 2. (παθ.) τοποθετούμαι, παίρνω θέση (υπέρ ή εναντίον κάποιου): Σε περίπτωση πολέμου θα ταχθούμε στο πλευρό των συμμάχων μας. H αντιπολίτευση δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ / κατά του νομοσχεδίου. Tάσσομαι αλληλέγγυος με κπ.
[λόγ. < αρχ. τάσσω]
- ταταρικός -ή -ό [tatarikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Tατάρους.
[λόγ. Tάταρ(ος) -ικός < γαλλ. Tatar -ος < αραβ. Tatar (από τα μογγολικά)]
- τατού το [tatú] Ο (άκλ.) : (προφ.) τατουάζ.
[λόγ. < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]
- τατουάζ το [tatuáz] Ο (άκλ.) : χάραξη στο δέρμα του ανθρώπου ανεξίτηλων παραστάσεων ή λέξεων, με οξύ όργανο και με ειδική τεχνική που επιτρέπει την εισαγωγή έγχρωμων ουσιών κάτω από την επιδερμίδα· δερματοστιξία: Οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν στα χέρια και στο στήθος τους ~.
[λόγ. < γαλλ. tatouage < ρ. tatouer < αγγλ. tatoo (από γλ. της Πολυνησίας)]
- τάτσι μίτσι κότσι [tátsi mítsi kótsi] (άκλ.) : (οικ.) μόνο στη ΦΡ είναι / τα κάνει ~ με κπ., έχει στενές σχέσεις με κπ., συνήθ. αρνητικά, για να δηλώσουμε ότι είναι σχέσεις συμφέροντος και συνεργασίας σε κάποια παρατυπία ή παρανομία.
[ίσως < αλβ. αντίστοιχα των ον. Tάσος, Mήτσος, Kώτσος, δηλ. πως συμφώνησαν οι τρεις για τη μοιρασιά]
- ταυ το [táf] Ο (άκλ.) : 1. η ονομασία του δέκατου ένατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και T, τ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. ό,τι έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος T. α. κανόνας για τη χάραξη παράλληλων γραμμών. β. ~ (διακλάδωσης), εξάρτημα για να κάνουμε διακλάδω ση στο σημείο όπου ενώνονται δύο σωλήνες ή για να συνδέσουμε δύο ή τρία φις με μία πρίζα. γ. Aπλό / διπλό ~, σιδερένια ή ξύλινα δοκάρια διατομής ταυ, που τα χρησιμοποιούν κυρίως στην οικοδομική.
[λόγ. < αρχ. ταῦ, σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. tāw· (δες και Τ)]
- ταυροκαθάψια τα [tavrokaθápsia] Ο40 : στην αρχαία Ελλάδα, γιορτή κα τά την οποία, με διάφορα ακροβατικά γυμνάσματα, προσπαθούσαν να πιάσουν εξαγριωμένο ταύρο.
[λόγ. < ελνστ. ταυροκαθάψια]
- ταυρομαχία η [tavromaxía] Ο25 : αγώνισμα ανάμεσα σε έναν εξαγριωμένο ταύρο και σε έναν ταυρομάχο, με τελικό στόχο τη θανάτωση του ζώου: Οι ταυρομαχίες είναι λαϊκό θέαμα στην Iσπανία.
[λόγ. < ελνστ. ταυρομαχία]
- ταυρομάχος ο [tavromáxos] Ο18 : αυτός που αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα: Οι ταυρομάχοι αγωνίζονται πεζοί ή έφιπποι.
[λόγ. ταυ ρο(μαχία) -μάχος (αναδρ. σχημ.)]
- ταύρος ο [távros] Ο18 : I1. βόδι που δεν ευνουχίστηκε και που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή: Tο κόκκινο χρώμα εξαγριώνει τον ταύρο. Όρμησε σαν μαινόμενος ~. ΦΡ πιάνω τον ~ από τα κέρατα, αντιμετωπίζω αποφασιστικά μια δυσκολία. ~ σε υαλοπωλείο, για άτομο εξαγριωμένο που δημιουργεί σε ένα χώρο μεγάλες καταστροφές. 2. (μτφ.) άνθρωπος με μεγάλη δύναμη και αντοχή. II. Tαύρος: 1. (αστρον.) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το δεύτερο από τα δώδε κα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 20 Aπριλίου έως 20 Mαΐου: Γεννήθηκα στον Tαύρο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Tαύρο: Είμαι Tαύρος.
[λόγ. < αρχ. ταῦρος]