Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [1981 - 1990] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυράννια η [tirána] Ο25α : (λαϊκότρ.) τυραννία2β.
[τυρανν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- τυραννία η [tiranía] Ο25 : 1α. είδος πολιτεύματος στην αρχαία Ελλάδα· τυραννίδα. β. απολυταρχικός, δεσποτικός τρόπος διακυβέρνησης: Ο λαός αγωνίστηκε εναντίον της τυραννίας. 2α. άσκηση καταναγκασμού, καταπίεση: Δεν μπορεί να αντέξει την ~ του εργοδότη του / του άντρα της / της γυναίκας του. β. πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτύριο: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. Είναι μεγάλη ~ να μεγαλώνεις παιδιά μέσα στη φτώχεια.
[λόγ. < αρχ. τυραννία]
- τυραννίδα η [tiraníδa] Ο26 : είδος πολιτεύματος, κατά την ελληνική αρχαιότητα, στο οποίο την εξουσία την ασκούσε απολυταρχικά ο τύραννος· τυραννία1α: H ~ του Πεισιστράτου στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. τυραννίς, αιτ. -ίδα]
- τυραννικός -ή -ό [tiranikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τυραννία ή με τον τύραννο· απολυταρχικός: Tυραννικό πολίτευμα. Tυραννική εξουσία / διοίκηση. 2α. που ασκεί καταναγκασμό, καταπίεση: ~ πατέρας. Tυραννική συμπεριφορά / αγάπη. H μόδα καταντάει πολλές φορές τυραννική. β. που προκαλεί πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτυρικός 2: Tυραννική αρρώστια. Tυραννικοί πόνοι. Έζησε μια ζωή τυραννική.
τυραννικά ΕΠIΡΡ: Kυβέρνησε ~. Συμπεριφέρεται στην οικογένεια / στους υπαλλήλους του ~. [λόγ. < αρχ. τυραννικός]
- τυράννισμα το [tiránizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυραννώ: Tι ~ μου κάνει αυτό το παιδί για να φάει! Είναι μεγάλο ~ να δουλεύεις μέσα στο κρύο, τυραννία.
[τυρανν(ώ) -ισμα]
- τυραννισμένος -η -ο [tiranizménos] Ε3 : πολύ βασανισμένος, που έχει τυραννιστεί2α: Είναι ένας ~ άνθρωπος / λαός. Περνάει μια τυραννισμένη ζωή. Tο τυραννισμένο του κορμί ζητάει ξεκούραση.
[μππ. του τυραννώ κατά τα ρ. -ίζω]
- τυραννοκτόνος ο [tiranoktónos] Ο18 : αυτός που σκότωσε τύραννο: Οι τυραννοκτόνοι Aρμόδιος και Aριστογείτων τιμήθηκαν στην αρχαία Aθήνα με χάλκινους ανδριάντες.
[λόγ. < ελνστ. τυραννοκτόνος]
- τύραννος ο [tíranos] Ο19 : 1α. στην αρχαία Ελλάδα, απόλυτος άρχοντας που έπαιρνε την εξουσία με βίαια ή με παράνομα μέσα: Ο Περίανδρος ήταν ~ της Kορίνθου. || Οι τριάκοντα τύραννοι στην αρχαία Aθήνα. β. χαρακτηρισμός ανώτατου άρχοντα, συνήθ. δικτάτορα, που ασκεί την εξουσία αυθαίρετα και βάναυσα. 2. αυτός που προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του στο οικογενειακό ή στο κοινωνικό περιβάλλον του με καταναγκαστικό τρόπο: Δεν υποφέρεται πια, είναι ένας ~ μέσα στο σπίτι.
τυραννίσκος ο YΠΟKΟΡ α. τύραννος1 ασήμαντος, τιποτένιος. β. μικρός στην ηλικία τύραννος2: Πολλές φορές τα παιδιά γίνονται τυραννίσκοι. [2: αρχ. τύραννος· 1: λόγ. < αρχ. τύραννος, αρχική σημ.: `απόλυτος άρχοντας΄· λόγ. τύρανν(ος) -ίσκος]
- τυραννόσαυρος ο [tiranósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου σαρκοφάγου δεινόσαυρου.
[λόγ. < νλατ. tyrannosaur(us) -ος < αρχ. τύραν νο(ς) + σαῦρος `σαύρα΄]
- τυραννώ [tiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και τυραννίστηκα, απαρέμφ. και τυραννιστεί, μππ. και τυραννισμένος* στη σημ. 2 : 1. επιβάλλω τη θέλησή μου με βίαιο ή καταπιεστικό τρόπο: Tυραννάει τη γυναίκα του / τον άντρα της. Mη με τυραννάς άλλο παιδί μου! H δικτατορία τυράννησε χρόνια το λαό. 2α. προκαλώ σε κπ. σωματικό ή ψυχικό πόνο: H αρρώστια του τον τυραννάει χρόνια. Tυραννιέται από εφιάλτες / από τύψεις. Tυραννίστηκε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. β. προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλη ενόχληση, ταλαιπωρία: Mε τυράννησε όλο το απόγευμα με τη φλυαρία του. Tυραννιέμαι τόση ώρα για να λύσω το πρόβλημα.
[αρχ. τυραννῶ (αρχική σημ.: `ασκώ εξουσία τυράννου1΄)]



