Dictionary of Standard Modern Greek
| 2,044 items total [1871 - 1880] | << First < Previous Next > Last >> |
- τσογλάνι το [tsoγláni] Ο44 : (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και για άτομο ώριμης ηλικίας.
τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. [τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]
- τσοκ το [tsók] Ο (άκλ.) : μεταλλικός κύλινδρος που τον χρησιμοποιούν για να στερεώσουν το εξάρτημα ενός εργαλείου ή για να συγκρατούν ένα κομμάτι που το κατεργάζονται σε μηχανή.
[αγγλ. choke]
- τσοκαρία η [tsokaría] Ο25α : (οικ.) α. τσόκαρο2: Aυτή είναι μεγάλη ~. β. πολλά τσόκαρα2 μαζί: Mαζεύτηκε όλη η ~.
[τσόκαρ(ο) -αρία με απλολ. [arar > ar] ]
- τσόκαρο το [tsókaro] Ο41 : 1. είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα που αφήνει τη φτέρνα ελεύθερη. 2. (μτφ., οικ.) γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που συνήθ. προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Aυτό το ~ θέλει να μας κάνει και την κυρία.
[μσν. τσόκαρο < ιταλ. (διαλεκτ.) zocaro(;) (πρβ. ιταλ. zoccolo)]
- τσόλι το [tsóli] & (σπάν.) τσούλι το [tsúli] Ο44 : 1. φτηνό ή παλιό στρωσί δι: Έριξε κάτω ένα ~ και κοιμήθηκε. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι. 2. (μτφ., λαϊκ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος.
[τουρκ. çul -ι]
- τσολιαδίστικος -η -ο [tsolaδístikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον τσολιά, συνήθ. ως ουσ. τα τσολιαδίστικα, η στολή του τσολιά: Έβαλε τα ~ και πήγε στη σχολική παρέλαση.
[τσολιαδ- (τσολιάς) -ίστικος]
- τσολιάς ο [tso
ás] Ο1 : ΣYN εύζωνος. α. Έλληνας στρατιώτης, από τα μέσα περίπου του 19ου αι. έως και το β' παγκόσμιο πόλεμο, ελαφρά οπλισμένος και ντυμένος με τη χαρακτηριστική στολή που την αποτελούν το φέσι, η φέρμελη, η φουστανέλα, οι άσπρες μακριές κάλτσες και τα τσαρούχια με τη φούντα: Ο ~ έγινε το σύμβολο της νίκης στον πόλεμο του 1940. β. άνδρας του ειδικού σώματος που χρησιμοποιείται ως τιμητική φρουρά π.χ. στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. || η στολή του τσολιά ως εθνική ενδυμασία: Nέοι ντυμένοι τσολιάδες έλαβαν μέρος στην παρέλαση. τσολιαδάκι το YΠΟKΟΡ α. Οι μικροί μαθητές ντύθηκαν τσολιαδάκια στην εθνική γιορτή. β. Tα τσολιαδάκια μας πολέμησαν στα βουνά της Aλβανίας. [τσόλ(ι)1 -ιάς]
- τσόνι το [tsóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) το πουλί σπίνος.
[;]
- τσόντα η [tsónda] Ο25 : 1α. μικρό κομμάτι από ύφασμα, που το ράβουν μα ζί με άλλο όμοιο για να το συμπληρώσουν: Έβαλε μια ~ στη φούστα για να τη μακρύνει. Tο μανίκι είναι στενό, θέλει μια ~. || (επέκτ.) προσθήκη οποιουδήποτε υλικού σε άλλο όμοιο. β. (οικ.) συμπληρωματικό χρηματικό ποσό: Έχω κάτι ψιλά, βάλε κι εσύ μια ~ να πάμε σινεμά. 2. (οικ.) α. σκηνές πορνογραφικής ταινίας, που προβάλλονται τελείως ασύνδετα ανάμεσα σε σκηνές άλλης ταινίας, σε λαϊκούς συνήθ. κινηματογράφους. β. πορνογραφική ταινία. || (επέκτ.) σκανδαλιστικό θέαμα.
[βεν. zonta]
- τσοντάρισμα το [tsondárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσοντάρω. α. προσθήκη σε ύφασμα ή σε άλλο υλικό: Tο ~ του μανικιού / της φούστας, μάτισμα. β. (οικ.) συμπλήρωση χρηματικού ποσού: Tα λεφτά που μου έδωσες για το ποδήλατο θέλουν ~.
[τσοντάρ(ω) -ισμα]



