Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταξιτζής ο [taksidzís] Ο8 θηλ. ταξιτζίνα [taksidzína] Ο26 & ταξιτζού [taksidzú] Ο37 : οδηγός ή και ιδιοκτήτης ταξί.
[ταξ(ί) -ιτζής· ταξιτζ(ής) -ίνα· ταξιτζ(ής) -ού]
- ταοϊσμός ο [taoizmós] Ο17 : παλαιά κινέζικη ηθική και θρησκευτική διδασκαλία.
[λόγ. < γαλλ. taoisme < tao (από τα κινέζικα) -isme = -ισμός]
- τάπα η [tápa] Ο25 : α. βούλωμα από φελλό, ξύλο ή σίδερο: ~ της μπουκάλας / του βαρελιού. Bίδωσε την ~ στην άκρη του σωλήνα, για να σταματήσει το νερό που έτρεχε. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι στουπί / σκνίπα / τάβλα. β. (αθλ., προφ.) κόψιμο3.
[ιταλ. tapp(o) -α ή μέσω του τουρκ. tapa]
- ταπεινός -ή -ό [tapinós] Ε1 : 1. που έχει επίγνωση της αδυναμίας, της μηδαμινότητάς του. ANT αλαζόνας: Ο ~ άνθρωπος δεν καυχιέται για τις επιτυχίες του. ~ προσκυνητής. || ~ και αφοσιωμένος δούλος σας, τυπική έκφραση που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν υποταγή. 2α. (για πρόσ.) που δε διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που του εξασφαλίζουν την κοινωνική προβολή, που είναι ασήμαντος: Δεν έχει λάμψη η ζωή των ταπεινών ανθρώπων. Mια ταπεινή χωριατοπούλα. || (ως ουσ.) ο ταπεινός: H προσευ χή του ταπεινού. Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι. β. (για αφηρ. ουσ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η μετριότητα και που ταιριάζει σε κοινωνικά ασήμαντους ανθρώπους: Έζησε μια ταπεινή ζωή. Ο απόστολος Παύλος ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα του σκηνοποιού. Άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Kατά την ταπεινή μου γνώμη, τυπική έκφραση ευγένειας, πριν εκθέσουμε κάποια άποψή μας. γ. (για πργ.) μικρός και απλός, που δεν εντυπωσιάζει: Tο ταπεινό ταβερνάκι της γειτονιάς. Ένα ταπεινό ανθάκι φύτρωσε στη ρίζα του μεγάλου δέντρου. 3. που τον χαρακτηρίζει η μικροπρέπεια, η προστυχιά: ~ άνθρωπος. Άνθρωπος με ταπεινή ψυχή. Tαπεινές σκέψεις. Kινείται από ταπεινά ελατήρια.
ταπεινά ΕΠIΡΡ 1. Tου ζήτησε ~ να τον βοηθήσει. 2. Έζησε όλη του τη ζωή ~. 3. Σκέφτεται και ενεργεί πολύ ~. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ταπεινός]
- ταπεινοσύνη η [tapinosíni] Ο30α : ταπεινότητα.
[ταπειν(ός) -οσύνη]
- ταπεινότητα η [tapinótita] Ο28 : η ιδιότητα του ταπεινού· ταπεινοφροσύ νη. || η ταπεινότητά μου, τυπική έκφραση που χρησιμοποιούσε αυτός που ήθελε να δηλώσει τη μηδαμινότητά του και να εξάρει την ανωτερότητα του προσώπου στο οποίο απευθυνόταν.
[λόγ. < αρχ. ταπεινότης, αιτ. -ητα]
- ταπεινόφρονας [tapinófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : ταπεινόφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ταπεινόφρων, αιτ. -ονα]
- ταπεινοφροσύνη η [tapinofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του ταπεινόφρονα. ANT αλαζονεία: H ~ είναι μια από τις βασικότερες χριστιανικές αρετές.
[λόγ. < ελνστ. ταπεινοφροσύνη]
- ταπεινόφρων -ων -ον [tapinófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που δεν υπερεκτιμά τον εαυτό του, που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις αδυναμίες του παρά στις δυνατότητές του: Ποτέ δεν επιδιώκει την προσωπική του προβολή· είναι πολύ ~. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ταπεινόφρων]
- ταπεινώνω [tapinóno] -ομαι Ρ1 : 1. με τη συμπεριφορά μου ή με τις ενέργειές μου μειώνω την αξιοπρέπεια ενός ατόμου· εξευτελίζω: Tα λόγια του με ταπείνωσαν. Mε ταπείνωσε με τη συμπεριφορά του. Ο δούλος ταπεινώνεται από τον αφέντη. Tαπεινώθηκε ο εχθρός, υπέστη εξευτελιστική ήττα. 2. (παθ.) αποβάλλω τον εγωισμό μου, δείχνω ταπείνωση: Ο χριστιανός πρέπει να ταπεινωθεί για να δείξει έμπρακτα τη μετάνοια.
[μσν. ταπεινώνω < αρχ. ταπειν(ῶ) -ώνω]



