Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταξιθέτης ο [taksiθétis] Ο10 θηλ. ταξιθέτρια [taksiθétria] Ο27 : υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους τους θεατές θεάτρου, κινηματογράφου ή άλλου δημόσιου θεάματος: Έδωσα φιλοδώρημα στην ταξιθέτρια.
[λόγ. τάξι(ς) + -θέτης· λόγ. ταξιθέ(της) -τρια]
- ταξιθέτηση η [taksiθétisi] Ο33 : η τακτοποίηση εγγράφων, δελτίων κτλ. σε ειδικά διαρρυθμισμένους χώρους.
[λόγ. ταξιθετη- (ταξιθετώ) -σις > -ση]
- ταξιθετώ [taksiθetó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ταξιθέτηση.
[λόγ. τάξι(ς) + -θετώ απόδ. γαλλ. classifier]
- ταξικός -ή -ό [taksikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις κοινωνικές τάξεις: Tαξική κοινωνία. Tαξική δομή / διάρθρωση της κοινωνίας. ANT αταξική. Tαξικό συμφέρον. Tαξικές διακρίσεις. ~ αγώνας, η πάλη των τάξεων. Tαξική συνείδηση, η διαδικασία με την οποία τα μέλη μιας κοινωνικής τάξης αποκτούν επίγνωση του ρόλου που παίζουν στην παραγωγική διαδικασία και κατά συνέπεια επίγνωση των κοινών συμφερόντων και επιδιώξεών τους.
ταξικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. τάξ(ις)ΙΙ1α -ικός]
- ταξίμετρο το [taksímetro] Ο41 : μετρητής σε ταξί, που καταγράφει τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, την ταρίφα και το ποσό που πρέπει να πληρώ σει ο επιβάτης.
[λόγ. < γαλλ. taximètre < αρχ. τάξις (δες τάξηΙ) + -mètre = -μετρον]
- ταξίμι το [taksími] Ο44 : εισαγωγικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής κατά το οποίο ο οργανοπαίκτης αυτοχεδιάζει επιδεικνύοντας τη δεξιοτεχνία του.
[τουρκ. taksim (από τα αραβ.) -ι]
- τάξιμο το [táksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τάζω· υπόσχε ση, τάμα1: Πόσα ταξίματα δεν είχε κάνει για να σωθεί το παιδί του!
[μσν. τάξιμον < ταξ- (τάζω) -ιμον]
- ταξινόμηση η [taksinómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταξινο μώ, η διαίρεση κατά κατηγορίες· κατάταξη1α: ~ των βιβλίων / του αρχεια κού υλικού / των ορυκτών ανάλογα με τη χημική τους σύσταση. || (ειδικότ.) η λογική εργασία κατά την οποία η πρώτη διαίρεση ακολουθείται από μία ή από περισσότερες υποδιαιρέσεις: H ~ των ζώων / των φυτών κατά είδη.
[λόγ. ταξινομη- (ταξινομώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. taxinomie (< αρχ. τάξις (δες τάξηΙ) + -nomie = -νομία), classification]
- ταξινόμος ο [taksinómos] Ο18 θηλ. ταξινόμος [taksinómos] Ο35 : υπάλλη λος σε ταχυδρομείο ή σε αρχείο που είναι υπεύθυνος για την ταξινόμηση.
[λόγ. τάξι(ς) + -νόμος κατά τη σημ. του ταξινομώ· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ταξινομώ [taksinomó] -ούμαι Ρ10.9 : τακτοποιώ, κατατάσσω κτ. με βάση ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά του, κάνω ταξινόμηση: ~ τα βιβλία μου ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Tα γραμματόσημα είναι ταξινομημένα κατά χρονολογική σειρά. Στο ταχυδρομείο ταξινομούνται τα γράμματα κατά τομείς. Συλλέγω, ~ και επεξεργάζομαι το ιστορικό / γλωσσικό κτλ. υλικό.
[λόγ. ταξινόμ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. classifier]



