Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3.928 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σάζι το [sázi] Ο44 : ονομασία έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου της οικογένειας του λαγούτου, με μικρό και συνήθ. αχλαδόσχημο ηχείο και με λεπτό, μακρύ, ίσιο χέρι.
[τουρκ. saz (από τα περσ.) -ι]
- σαθρός -ή -ό [saθrós] Ε1 : 1. που έχει υποστεί βαθιά διάβρωση, που έχει φθαρεί τόσο, ώστε έχει χάσει εντελώς τη συνοχή του και επομένως την αντοχή ή τη σταθερότητά του: Σαθρό ξύλο / πάτωμα. Σαθρά πετρώματα. Σαθρό μάρμαρο. 2. (μτφ.) που δεν έχει στερεές βάσεις και γι΄ αυτό μπορεί εύκολα να καταρριφθεί ή να καταρρεύσει: Σαθρά επιχειρήματα. Επιχείρηση με σαθρές βάσεις.
[λόγ. < αρχ. σαθρός]
- σαθρότητα η [saθrótita] Ο28 : η κατάσταση και η ιδιότητα του σαθρού: H ~ του ξύλου. || (μτφ.): H ~ των επιχειρημάτων του.
[λόγ. < ελνστ. σαθρότης, αιτ. -ητα]
- σαικσπηρικός -ή -ό [sekspirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σαίκσπηρ: Σαικσπηρικό θέατρο.
[λόγ. Σαίκσπηρ (< αγγλ. Shakespeare, όν. Άγγλου θεατρικού συγγραφέα) -ικός μτφρδ. αγγλ. Shakespearean]
- Σάιλοκ ο [sáilok] Ο (άκλ.) : σε μετωνυμία, για άνθρωπο φιλάργυρο και τοκογλύφο.
[λόγ. < αγγλ. Shylock ήρωας της τραγωδίας του Σαίκσπηρ Ο έμπορος της Βενετίας]
- σαΐνι το [saíni] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το γεράκι. 2. (μτφ.) άνθρωπος πανέξυπνος, εύστροφος και ικανότατος σ΄ αυτό που κάνει: Πήρα έναν υπάλληλο ~. || (ειρ.): ~ αυτός ο υπάλληλος· μια ώρα για να ετοιμάσει ένα χαρτί.
[τουρκ. şahin (από τα περσ.) -ι με αποβ. του μεσοφ. [h] ]
- σαΐτα η [saíta] Ο25 : I1. το βέλος, συνήθ. σε μεταφορική χρήση, για κπ. που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Πετάχτηκε στο δρόμο σαν ~. ~ έγινε και εξαφανίστηκε. 2. απομίμηση βέλους από διπλωμένο χαρτί, που τα παιδιά το πετούν μακριά με τα χέρια. 3. (παρωχ.) η σφεντόνα. 4. είδος μικρού ευκίνητου φιδιού. II. εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού καθώς και το αντίστοιχο εξάρτημα της ραπτομηχανής.
[μσν. σαΐτα < σαγίτα με αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- σαΐτεμα το [saítema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια του σαϊτεύω.
[σαϊτεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- σαϊτευτής ο [saiteftís] Ο7 : (λογοτ.) ως χαρακτηρισμός του φτερωτού θεού που εκτοξεύει τα ερωτικά του βέλη.
[σαϊτεύ(ω) -τής]
- σαϊτεύω [saitévo] -ομαι & σαγιτεύω [sajitévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. σημαδεύω και χτυπώ κπ. με τη σαΐτα. || κινούμαι σαν σαΐτα: Tα χελιδόνια σαϊτεύανε τον αέρα. 2. (μτφ.) για το φτερωτό θεό, εκτοξεύω τα ερωτικά μου βέλη και με επέκταση σαγηνεύω: Tον σαγίτεψαν τα κάλλη της. Έχει μάτια που σαϊτεύουν.
[μσν. σαϊτεύω < ελνστ. σαγιτεύω με αποβ. του μεσοφ. [j] κατά το σαγίτα > σαΐτα· ελνστ. σαγιτεύω]