Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [41 - 50]
σαγόνι το [saγóni] Ο44 : 1. το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας, το πιγούνι: Έφαγε μια γροθιά στο ~. 2. (οικ., πληθ.) η σιαγόνα1: Mε πόνεσαν τα σαγόνια μου. Mου ΄φυγαν τα σαγόνια από το χασμουρητό. || Tα σαγόνια του καρχαρία.

[μσν. σαγόνι < σαγόνιον < αρχ. σιαγόνιον (υποκορ. του σιαγών) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

σαγονιά η [saγoná] Ο24 : (προφ.) 1. χτύπημα που δίνεται στο σαγόνι ή χτύπημα με το σαγόνι. 2. (μτφ., λαϊκ.) υπέρογκος λογαριασμός.

[σαγόν(ι) -ιά]

σαγρέ το [saγré] Ο (άκλ.) : είδος επιχρίσματος με κοκκώδη επιφάνεια. || (ως επίθ.): Tοίχος ~.

[τουρκ. sağrι `επεξεργασμένο δέρμα΄ με λόγ. προσαρμ. στο επίθημα ]

σαδισμός ο [saδizmós] Ο17 : 1. (ψυχιατρ.) σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία το άτομο διεγείρεται και ικανοποιείται σεξουαλικά, μόνο αφού βασανίσει ψυχικά ή σωματικά τον ερωτικό του σύντροφο. 2. νοσηρή ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος, όταν βασανίζει ή ταλαιπωρεί σωματικά ή ψυχικά κπ. άλλον.

[λόγ. < γαλλ. sadisme < ανθρωπων. Mαρκήσιος de Sad(e) (Γάλλος συγγραφέας) -isme = -ισμός]

σαδιστής ο [saδistís] Ο7 θηλ. σαδίστρια [saδístria] Ο27 : 1. (ψυχιατρ.) αυτός που στη σεξουαλική του ζωή έχει σαδιστικές τάσεις. 2. αυτός που αισθάνεται ηδονή, όταν βασανίζει τους άλλους ή όταν τους βλέπει να υποφέρουν. || (ως επίθ.): ~ δολοφόνος.

[λόγ. < διεθ. sad(isme) = σαδ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. σαδισ(τής) -τρια]

σαδιστικός -ή -ό [saδistikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη σεξουαλική διαστροφή του σαδισμού: Σαδιστικές τάσεις / διαθέσεις. 2. που αισθάνεται ευχαρίστηση, όταν βασανίζει τους άλλους ή όταν τους βλέπει να υποφέρουν: ~ τύπος. || που χαρακτηρίζει το σαδιστή: Σαδιστική συμπεριφορά. σαδιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. σαδιστ(ής) -ικός]

σαδομαζοχισμός ο [saδomazoxizmós] Ο17 : σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο σαδιστικές και μαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. < γαλλ. sadomasochisme < sad(isme) = σαδ(ισμός) -ο- + maso chisme = μαζοχισμός]

σαδομαζοχιστής ο [saδomazoxistís] Ο7 θηλ. σαδομαζοχίστρια [saδoma zoxístria] Ο27 : αυτός που πάσχει από σαδομαζοχισμό.

[λόγ. < γαλλ. sado maso chiste < sadomasoch(isme) = σαδομαζοχ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. σαδομαζοχισ(τής) -τρια]

σαδομαζοχιστικός -ή -ό [saδοmazoxistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σαδομαζοχισμό: Σαδομαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. σαδομαζοχιστ(ής) -ικός]

σαζάνι το [sazáni] Ο44 : είδος ψαριού των γλυκών νερών· κυπρίνος.

[τουρκ. sazan ]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες