Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαγηνευτικός -ή -ό [sajineftikós] Ε1 : που σαγηνεύει: Σαγηνευτικό χαμόγελο. Σαγηνευτική γυναίκα.
[λόγ. σαγηνευτ(ής) -ικός]
- σαγηνεύω [sajinévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου· γοητεύω·: Tον σαγήνεψε με τα κάλλη της. || Mε σαγηνεύει κάπως η ιδέα να
[λόγ. < ελνστ. σαγηνεύω, αρχ. σημ.: `ψαρεύω με σαγήνη΄]
- σαγήνη η [sajíni] Ο30 : η ιδιαίτερη ελκτική δύναμη που διαθέτει ή που ασκεί κάποιος ή κτ.· γοητεία·.
[λόγ. < ελνστ. σαγήνη `δίχτυ τράτας΄ κατά τη σημ. του σαγηνεύω]
- σαγιονάρα η [sajonára] Ο25 : είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο.
[ιαπων. sayonara `αντίο΄ (από τίτλο κινηματογραφικού έργου, όπου οι ήρωες φορούσαν τέτοιες παντόφλες)]
- σαγίτα η [sajíta] Ο25 : (λαϊκότρ.) σαΐτα.
[ελνστ. σαγίττα < λατ. sagitta (ορθογρ. απλοπ.)]
- σαγκουίνι το [saŋguíni] Ο44 : ποικιλία πορτοκαλιού που ο χυμός του έχει κοκκινωπό χρώμα.
[ιταλ. (αρσ.) (arancio) sanguigno, πληθ. sanguigni που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- σαγκρία η [saŋgría] Ο25 : είδος κόκκινου κρασιού με κομμάτια φρούτων μέσα του.
[λόγ. < ισπαν. sangria]
- σάγμα το [sáγma] Ο48 : (λόγ.) το σαμάρι.
[λόγ. < ελνστ. σάγμα, αρχ. σημ.: `παλτό΄]
- σαγματοποιείο το [saγmatopiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής σαγμάτων, σαμαριών.
[λόγ. σαγματ- (σάγμα) -ο- + -ποιείον]
- σαγματοποιός ο [saγmatopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει σαμάρια.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. σαγματοποιός < σαγματ- (σάγμα) -ο- + -ποιός]



