Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [3921 - 3928]
σωφρονιστήρας ο [sofronistíras] Ο2 : (ανατ.) καθένας από τους τέσσερις τελευταίους γομφίους που εμφανίζονται μετά την εφηβική ηλικία· φρονιμίτης.

[λόγ. < ελνστ. σωφρονιστήρ, αιτ. -ῆρα]

σωφρονιστήριο το [sofronistírio] Ο40 : ίδρυμα όπου ζουν υπό περιορισμό νεαρά άτομα που έχουν διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα.

[λόγ. < αρχ. σωφρονιστήριον]

σωφρονιστής ο [sofronistís] Ο7 : αυτός που τιμωρεί κπ. για να τον σωφρονίσει.

[λόγ. < αρχ. σωφρονιστής]

σωφρονιστικός -ή -ό [sofronistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σωφρονισμό: Σωφρονιστικό σύστημα, το σύνολο των κανόνων που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτίουν την ποινή τους οι φυλακισμένοι. Σωφρονιστικό κατάστημα, φυλακή. ~ υπάλληλος, που υπηρετεί σε σωφρονιστικό ίδρυμα. || (ως ουσ.) η σωφρονιστική, κλάδος της εγκληματολογίας που μελετά τα διάφορα σωφρονιστικά συστήματα.

[λόγ. < ελνστ. σωφρονιστικός `που διορθώνει΄, κατά τη σημ. των σωφρονίζω, σωφρονιστής]

σωφροσύνη η [sofrosíni] Ο30 : η ιδιότητα του σώφρονα· σύνεση: Σε δύσκολες ώρες του έθνους η ηγεσία πολιτεύτηκε με ~. Άνθρωπος που διακρίνεται για τη ~ του. H ~ και η σύνεση που επέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποσόβησε τον κίνδυνο.

[λόγ. < αρχ. σωφροσύνη]

σώφρων -ων -ον [sófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : ANT άφρων. (λόγ.) 1. για κπ. του οποίου οι σκέψεις και οι ενέργειες στηρίζονται στη γνώση της πραγματικότητας, στη σωστή κρίση και στην αίσθηση του μέτρου: Ένας ~ άνθρωπος δε θα ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο. || (ως ουσ.) ο σώφρων. 2. για κτ. που χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις ενός σώφρονα ανθρώπου· συνετόςβ: H διακοπή των διαπραγματεύσεων δεν ήταν ~ ενέργεια. || Δεν είναι σώφρον να ενεργεί κάποιος υπό το κράτος εκνευρισμού και ταραχής.

[λόγ. < αρχ. σώφρων]

τράκα 2 η & στράκα η [stráka] Ο25α : (οικ.) ξερός και διαπεραστικός ήχος: Έκανε στράκες με το καμουτσίκι. ΦΡ κάνω τράκες / στράκες, προκαλώ εντύπωση, έχω μεγάλες επιτυχίες: Kάνει τράκες με το καινούριο του κοστούμι.

[ηχομιμ. τρακ (πρβ. τράκα τρούκα) -α· ανάπτ. αρχικού [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tr > tistr > tis-str] ]

τρακατρούκα η [trakatrúka] & στρακαστρούκα η [strakastrúka] Ο25α : είδος μικρού πυροτεχνήματος που προκαλεί, με διαδοχικές εκρήξεις, δυνατό θόρυβο: Tη νύχτα της Aνάστασης χαλούσε ο κόσμος από τα βαρελότα και τις τρακατρούκες που έριχνε ο κόσμος.

[ουσιαστικοπ. του ηχομιμ. τράκα τρούκα· ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tra > tistra > tis-stra] ]

< Προηγούμενο   1... 389 390 391 392 [393]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες