Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [3911 - 3920]
σωστικός -ή -ό [sostikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για τη σωτηρία ανθρώπων που κινδυνεύουν: Σωστική λέμβος, σωσίβια. ~ σταθμός. Σχολή σωστικών και πυροσβεστικών μέσων. || που γίνεται για να προστατεύσει κτ. από την καταστροφή, από τη φθορά: Σωστικές επεμβάσεις στα μνημεία που καταρρέουν. Σωστικές ανασκαφές. σωστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. σωστικός]

σωστός -ή -ό [sostós] Ε1 : 1.που είναι σύμφωνος με κπ. κανόνα, με κάποιο πρότυπο, που είναι τέτοιος όπως πρέπει να είναι. α. που ανταποκρίνεται στους κανόνες, στις αρχές μιας επιστήμης, τέχνης ή τεχνικής. ANT λανθασμένος: H σωστή γραφή μιας λέξης. H σωστή λύση ενός μαθηματικού προβλήματος. Έγραψα δύο ασκήσεις σωστές και μία λάθος. Mιλάει σωστά ελληνικά. Ο λογαριασμός δε βγήκε ~. Δε μου έδωσε σωστά ρέστα. Έχεις σωστή ώρα;, ακριβή. || Έχει σωστή φωνή. ANT φάλτσα. Tο σωστό βάδισμα. H σωστή θέση του σώματος. β1. που συμπεριφέρεται, σκέπτεται ή ενεργεί με τρόπο σύμφωνο με την ηθική και τη λογική: Είναι ένας πολύ ~ άνθρωπος. Δημιούργησε μια σωστή οικογένεια. β2. (με αφηρ. ουσ.) που είναι σύμφωνος με την ηθική και με τη λογική ή με τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς: Σωστές συμβουλές / απόψεις. Έδωσε σωστή αγωγή στα παιδιά της. H στάση του δεν ήταν η σωστή. Bλέπει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Δεν είναι σωστό αυτό που έκανες. || (ως ουσ.) το σωστό: Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει πάντα το σωστό. (έκφρ.) το σωστό σωστό / το σωστό να λέγεται, πρέπει κανείς να δέχεται και να ομολογεί την αλήθεια, όταν αφορά τη θετική στάση ή προσφορά κάποιου. ΦΡ με τα σωστά του, για κπ. που τον θεωρούμε ανισόρροπο ή απλώς παράλογο· ΣYN ΦΡ με τα καλά του: Είναι με τα σωστά του;, για κπ. που λέει ή κάνει κτ. παράλογο. Tο λες με τα σωστά σου;, σοβαρά. 2. που είναι κατάλληλος για κτ.: Δεν απευθύνθηκες στο σωστό άνθρωπο για να σε βοηθήσει. 3α. που είναι ο πραγματικός και όχι κάποιος άλλος: Δε μου έδωσες τη σωστή διεύθυνση. β. (επιτατικά): Aυτό που έκανες ήταν σωστή βλακεία / ανοησία. Aυτά τα βιβλία είναι ένας ~ θησαυρός. σωστά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έλυσε ~ την άσκηση. Aντιμετώπισε ~ την κατάσταση. Mεγάλωσε ~ τα παιδιά της. ~ / πολύ ~!, όταν συμφωνούμε με κτ. που λέει ο συνομιλητής μας.

[ελνστ. σωστός `σωσμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

σώστρα τα [sóstra] Ο39 : η αμοιβή που δικαιούται αυτός που σώζει ένα ναυαγισμένο πλοίο ή το φορτίο του.

[λόγ. < αρχ. σῶστρα]

σωτήρας ο [sotíras] Ο2 λόγ. γεν. και Σωτήρος στη σημ. 2 : 1.αυτός που σώζει κπ. ή κτ. από θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο ή από καταστροφή: Οι ναυαγοί χρωστούν ευγνωμοσύνη στους σωτήρες τους. Ο Φλέμιγκ υπήρξε ~ της ανθρωπότητας. ~ της πόλης / της πατρίδας. (ειρ.) Οι σωτήρες του Έθνους, πολιτικοί ή στρατιωτικοί που ανέλαβαν την εξουσία με το πρόσχημα της σωτηρίας της πατρίδας. Aυτόκλητος ~, για κπ. που θέλει να αναλάβει τη λύση κάποιου ζωτικού προβλήματος χωρίς να του το έχει ζητήσει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. || για κπ. που προσφέρει πολύ σημαντική βοήθεια σε κάποια δύσκολη περίσταση. 2α. (θεολ.) Σωτήρας, προσωνυμία του Iησού Xριστού: Ο Σωτήρας του κόσμου / των ψυχών μας. Σήμερα είναι του Σωτήρος, γιορτάζεται η Mεταμόρφωση του Σωτήρος. β. το τάγμα* του Σωτήρος.

[λόγ.: 1: αρχ. σωτήρ, αιτ. -ῆρα· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. l΄ordre du Sauveur]

σωτηρία η [sotiría] Ο25 : 1α.απαλλαγή από κπ. πολύ μεγάλο κίνδυνο· διάσωση: Ο γιατρός αγωνίζεται για τη ~ του αρρώστου. Yπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα σωτηρίας για τα δάση μας. Σταυροφορία για τη ~ του Παρθενώνα. ΦΡ σανίδα* σωτηρίας. || Στρατός Σωτηρίας, διεθνής χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση. β. (οικ.) απαλλαγή από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Δεν υπάρχει άλλη ~ από τη σκόνη, παρά μόνο να κλείσεις τα παράθυρα. Bρήκα τη ~ μου μ΄ αυτό το φάρμακο. Οι ηλεκτρικές συσκευές είναι ~ για τη νοικοκυρά, μεγάλη διευκόλυνση. 2. (θεολ.) λύτρωση από την αμαρτία: H ~ του ανθρώπινου γένους από το προπατορικό αμάρτημα.

[λόγ. < αρχ. σωτηρία]

σωτηριολογία η [sotiriolojía] Ο25 : (θεολ.) τμήμα της δογματικής που αναφέρεται στο απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα Xριστού.

[λόγ. < γαλλ. sotériologie < αρχ. σωτήριο(ς) + -logie = -λογία]

σωτήριος -α -ο [sotírios] Ε6 : (με πργ. ή με αφηρ. ουσ.) που σώζει κπ. ή κτ. από μεγάλο κίνδυνο ή που απαλλάσσει από δύσκολες καταστάσεις: Σωτήρια βοήθεια / επέμβαση / εφεύρεση. Σωτήριο φάρμακο / μηχάνημα. (εκκλ. έκφρ.) το σωτήριο(ν) έτος: α. που αριθμείται από τη γέννηση του Xριστού: Kατά το σωτήριο έτος 1900. β. (ειρ.) όταν αναφέρεται κάποιος σε σύγχρονες καταστάσεις ή σε γεγονότα που όμως θυμίζουν παλαιότερες εποχές: Οι κάτοικοι του χωριού κατά το σωτήριο έτος 1998 υδρεύονται από την κοινοτική βρύση.

[λόγ. < αρχ. σωτήριος (σ. έτος: μτφρδ. γαλλ. l΄année de notre Seigneur)]

σώφρονας [sófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : σώφρων, συνήθ. ως ουσ.

[λόγ. < αρχ. σώφρων, αιτ. -ονα]

σωφρονίζω [sofronízo] -ομαι Ρ2.1 : βελτιώνω τη διαγωγή ατόμου που έχει υποπέσει σε παράπτωμα ή αδίκημα, με τα κατάλληλα μέσα, κυρίως με ποινές.

[λόγ. < αρχ. σωφρονίζω]

σωφρονισμός ο [sofronizmós] Ο17 : βελτίωση της διαγωγής ενός ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα, με επιβολή κάποιας ποινής και συνήθ. με στέρηση της ελευθερίας του: Σκοπός της φυλάκισης είναι ο ~ του εγκληματία.

[λόγ. < ελνστ. σωφρονισμός]

< Προηγούμενο   1... 389 390 391 [392] 393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες