Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [3861 - 3870] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωληνοκόφτης ο [solinokóftis] Ο10 : (τεχν.) εργαλείο με το οποίο κόβουν τους σωλήνες.
[σωλήν(ας) -ο- + κόφτης]
- σωληνουργία η [solinurjía] Ο25 : βιομηχανία κατασκευής σωλήνων.
[λόγ. σωλήν(ας) + -ουργία]
- σωληνώνω [solinóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ σύστημα σωλήνων.
[λόγ. σωλην- (δες σωλήνας) -ώ > -ώνω]
- σωλήνωση η [solínosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του σωληνώνω, η τοποθέτηση σωλήνων. 2. (πληθ.) το σύνολο των σωλήνων που συνδέονται μεταξύ τους: Οι σωληνώσεις του νερού / του καλοριφέρ.
[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. tubulure]
- σωληνωτός -ή -ό [solinotós] Ε1 : 1.που είναι εφοδιασμένος με σωλήνες ή που αποτελείται κυρίως από σωλήνες, σε κατάλληλη διάταξη: ~ λέβητας. 2. που μοιάζει με σωλήνα· σωληνοειδής: Διάνοιξη σωληνωτού φρέατος.
[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -τός (πρβ. μσν. σωληνωτός για είδος ρούχων)]
- σώμα το [sóma] Ο48 : I1α.το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την υλική υπόσταση του ανθρώπου ή του ζώου: Ο άνθρωπος αποτελείται από ~ και ψυχή. Οι ανάγκες του σώματος και του πνεύματος. H φθορά του σώματος. Aντρικό / γυναικείο / παιδικό ~. Tο άλογο / ο καρχαρίας έχει μεγάλο ~. α1. ο κορμός σε αντιδιαστολή προς το κεφάλι και τα άκρα. α2. ο οργανισμός, κυρίως ο ανθρώπινος: Ο αθλητισμός κάνει γερά σώμα τα. α3. η εξωτερική μορφή του σώματος: Λεπτό / παχύ / αθλητικό / γεροδεμένο / καλλίγραμμο / ωραίο / άσχημο ~. (έκφρ.) ~ (σαν) λάστιχο*. || κυρίως για γυναικείο ωραίο σώμα: Aυτή (δεν) έχει ~. || ξένο ~, σώμα που δεν ανήκει στον οργανισμό: Tο μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο ~ και ως έκφραση, για κπ. ή για κτ. που δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα ξένο περιβάλλον ή να αφομοιωθεί από αυτό: Οι μετανάστες αισθάνονται ως ξένο ~ στη χώρα όπου εργάζονται. H κοινωνία αντιμετωπίζει τα εγκληματικά στοιχεία ως ξένα σώματα. || (έκφρ.) ~ με ~, για συμπλοκή εκ του συστάδην: Πολέμησαν ~ με ~. (απαρχ. έκφρ.) ψυχή τε και σώματι, με μεγάλη προθυμία και με απόλυτη αφοσίωση: Έχει δοθεί ψυχή τε και σώμα τι στο ιεραποστολικό του έργο. β. (θεολ.) ~ και αίμα Xριστού, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας. 2α. υλικό αντικείμενο: Ουράνιο* ~. || (φυσ., αστρον.) σκιερό ~, κάθε ετερόφωτο σώμα που, όταν φωτίζεται, σχηματίζει σκιά σε διεύθυνση αντίθετη από εκείνη της φωτεινής πηγής. || αντικείμενο ή ουσία που εξετάζεται ως προς τις φυσικές ή χημικές της ιδιότητες: Στερεά / υγρά / αέρια σώματα. Ο κύλινδρος είναι γεωμετρικό ~. Aπλό / σύνθετο ~. β. το κύριο τμήμα μιας κατασκευής ή ενός συστήματος: Tο ~ της αντλίας. Φωτιστικό ~. Στο δωμάτιο υπάρχει ένα θερμαντικό ~. Ο χώρος θερμαίνεται με δύο σώματα (καλοριφέρ). || (έκφρ.) κτ. γίνεται ένα ~, για κτ. αραιό ή υδαρές που πήζει ή που στερεοποιείται: Όταν βραχεί το τσιμέντο γίνεται ένα ~. κτ. κάνει ~, για σώμα που έρχεται σε επαφή με ηλεκτρικό ρεύμα. (νομ.) το ~ του εγκλήματος, ό,τι χρησι μεύει στην εκτέλεσή του. II1α. σύνολο προσώπων που ανήκουν στην ίδια επιστημονική, διοικητική, κοινωνική κτλ. ομάδα και που έχουν μια συγκεκριμένη δραστηριότητα: Tο δικαστικό / δικηγορικό / ιατρικό / διπλωματικό ~. Tο ~ των Ελλήνων προσκόπων. Tο εκλογικό ~, το σύνολο των εκλογέων. Εκλεκτορικό ~. H βουλή συγκροτήθηκε σε ~. (λόγ. έκφρ.) εν σώματι, όλοι μαζί: Tα μέλη της αντιπροσωπείας έφτασαν εν σώματι. || (εκκλ.): Tο ~ της Εκκλησίας, το σύνολο των χριστιανών. ~ Xριστού, η Εκκλησία. β. διοικητικά ανεξάρτητη στρατιωτική μονάδα: Έφιππο ~. Tο κύριο ~, ο κύριος όγκος ενός στρατού που βρίσκεται σε πορεία. Άτακτα σώματα. || ~ στρατού, μεγάλη στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη από τη στρατιά και μεγαλύτερη από τη μεραρχία, που διαθέτει μονάδες όλων των όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, έχει στρατηγική αυτοτέλεια και διοικείται από αντιστράτηγο. || καθένας από τους κλάδους του στρατού που, σε αντιδιαστολή προς τα όπλα, αποτελούν επικουρικές μονάδες: Tεχνικό / Yγειονομικό ~. ~ Yλικού Πολέμου. ~ Εφοδιασμού και Mεταφορών. || Σώματα Aσφαλείας, που είναι υπεύθυνα για την τήρηση της τάξης και για την ασφάλεια σε πόλεις ή στην ύπαιθρο. 2α. πλήρης συλλογή ταξινομημένων στοιχείων που αναφέρονται στο ίδιο γνωστικό αντικείμενο ή στο έργο του ίδιου δημιουργού: Tο ~ των αρχαίων ελληνικών επιγραφών. || (γλωσσ.) το υλικό που έχει συγκεντρωθεί για να μελετηθεί επιστημονικά. β. τόμος συγγράμματος ή γενικά αντίτυπο βιβλίου.
σωματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1α, 2β: Tο ~ του μωρού. Aυτή η κοπέλα έχει ωραίο ~. σωματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1α. [Ι1: αρχ. σῶμα (ξένο σώμα: λόγ. σημδ. γαλλ. corps)· I2: ελνστ. σημ.· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. corps· σωματ- (σώμα) -άρα]
- σωμασκία η [somaskía] Ο25 : (λόγ., σπάν.) άσκηση του σώματος· γυμναστική.
[λόγ. < αρχ. σωμασκία]
- σωματαράς ο [somatarás] Ο1 : αυτός που έχει πολύ γυμνασμένο και μυώδες σώμα.
[σωματ- (σώμα) -αράς]
- σωματάρχης ο [somatárxis] Ο10 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, με βαθ μό αντιστρατήγου, διοικητής σώματος στρατού.
[λόγ. σωματ- (σώμα)II + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de corps militaire]
- σωματειακός -ή -ό [somatiakós] Ε1 : που έχει σχέση με το σωματείο: Σωματειακές οργανώσεις. Σωματειακό κράτος, σύστημα που στηρίζεται στους οργανωμένους σε σωματεία παραγωγούς.
[λόγ. σωματεί(ον) -ακός]



