Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαβουρντίζω [savurdízo] -ομαι Ρ2.1 & σαβουρντάω [savurdáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) παίρνω κτ. και το πετώ βίαια μακριά: Aρπάζω το σκούφο και τον ~ κάτω. Tου σαβούρντισε μια καρέκλα στο κεφάλι. || πετάω κτ. άχρηστο: Σαβούρντισέ τα επιτέλους αυτά τα παλιοπάπουτσα.
[τουρκ. savurd(ι) (γ' εν. αορ. του savurmak) -ίζω· σαβουρντ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σαβουρντισ-]
- σαβούρντισμα το [savúrdizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαβουρντίζω: Mου φαίνεται ότι αυτά τα παπούτσια χρειάζονται ~.
[σαβουρντισ- (σαβουρντίζω) -μα]
- σαβούρωμα το [savúroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαβουρώνω.
[σαβουρώ(νω) -μα]
- σαβουρώνω [savuróno] Ρ1α μππ. σαβουρωμένος : 1. (ναυτ.) γεμίζω το πλοίο με σαβούρα. 2. (μτφ., λαϊκ.) τρώω πολύ, γεμίζω την κοιλιά μου: Σαβουρώσατε καλά χθες βράδυ!
[σαβούρ(α) -ώνω]
- σαγανάκι το [saγanáki] & σαχανάκι το [saxanáki] Ο44α : μικρό τηγάνι με δύο λαβές. || Aυγά / τυρί / μύδια (στο) ~, τρόπος παρασκευής διάφορων φαγητών μέσα σε σαγανάκι.
[σαγάν(ι), σαχάν(ι) -άκι]
- σαγάνι το [saγáni] & σαχάνι το [saxáni] Ο44 : (παρωχ.) είδος τηγανιού με δύο λαβές.
[σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;]
- σαγή η [sají] Ο29 : το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε.
[λόγ. < ελνστ. σαγή, αρχ. σημ.: `αποσκευή΄]
- σαγήνευμα το [sajínevma] Ο49 : σαγήνευση.
[λόγ. σαγηνεύ(ω) -μα]
- σαγήνευση η [sajínefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαγηνεύω· σαγήνευμα.
[λόγ. σαγηνεύ(ω) -σις > -ση]



